-
1 αιπεινός
-
2 αἰπεινός
-
3 αἰπεινός
αἰπεινός, = αἰπύς, hoch, Hom. Μυκάλης (ὀρέων) αἰπεινὰ κάρηνα Versende Il. 2, 869. 20, 58 Od. 6, 123, αἰπεινὸν πτολίεϑρον Il. 15, 257; sonst nur sing. fem., z. B. Ἴλιος αἰπεινή Il. 13, 773, Ἰλίου αἰπεινῆς 9, 419, αἰπεινῇ Καλυδῶνι 13, 217, Πήδασον αἰπεινήν 6, 35; – Ἴλιον Eur. Andr. 103 Theocr. 15, 101; Οἰχαλία Soph. Tr. 855, βάϑρον Phil. 988; πυραμίδες Antp. Sid. 52 (IX, 58), u. oft sp. D. Uebertr. λόγοι, hochfahrende Reden, Pind. N. 5, 32, σοφία, tiefe W., Ol. 9, 116.
-
4 αιπεινος
-
5 αἰπεινός
1 steepa lit.,αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν P. 4.76
Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις N. 9.5
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach O. 9.108 τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful N. 5.32 -
6 αἰπεινός
A high, lofty, of cities on heights,Ἴλιον Il.9.419
, al., cf. A.Fr. 284, S.Tr. 858 (lyr.), Ph. 1000;αἰθήρ B. 8.34
; of Delphi, ; of mountain-tops,κάρηνα Il.2.869
, Od.6.123.II metaph.,1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπεινός
-
7 αἰπεινός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰπεινός
-
8 αἰπεινός
αἰπεινός, αἰπήεις, hoch; übtr. hochfahrend; heftig -
9 αἰπήεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰπήεις
-
10 αἰπήεις
αἰπεινός, αἰπήεις, hoch; übtr. hochfahrend; heftig -
11 αιπεινά
αἰπεινόςhigh: neut nom /voc /acc plαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc /acc dualαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 αἰπεινά
αἰπεινόςhigh: neut nom /voc /acc plαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc /acc dualαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 αιπεινών
-
14 αἰπεινῶν
-
15 αιπεινόν
-
16 αἰπεινόν
-
17 αιπεινά
-
18 αἰπεινᾷ
-
19 αιπεινάι
-
20 αἰπεινᾶι
См. также в других словарях:
αιπεινός — αἰπεινός, ή, ὸν (Α) 1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος 2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος 3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι» 4. δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς] … Dictionary of Greek
αἰπεινός — high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινά — αἰπεινός high neut nom/voc/acc pl αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc/acc dual αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινῶν — αἰπεινός high fem gen pl αἰπεινός high masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινόν — αἰπεινός high masc acc sg αἰπεινός high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναῖς — αἰπεινός high fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναί — αἰπεινός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖο — αἰπεινός high masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσι — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσιν — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοί — αἰπεινός high masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)