-
1 ozalit
ειδικό χαρτί αντιγραφής -
2 автомобиль
το αυτοκίνητο-- с приводом на все колёса - με κίνηση σε όλους τους τροχούς, το 4x4Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомобиль
-
3 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
4 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
5 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
6 пульман
το ειδικό σιδηροδρομικό όχημα με μεγάλα βαγόνια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пульман
-
7 спецодежда
η φόρμα της δουλειάς, το ειδικό ένδυμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спецодежда
-
8 шпунт
1. тех. η αυλακιά 2. (пробка, которой закрывают неперебродившее вино) το (ειδικό ξύλινο) πώμα του οίνου 3. (инс-трумент скульптора) το κοπίδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шпунт
-
9 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
10 βάρους
центр тяжести;2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;
ειδικό βάρους — удельный вес;
βάρους καθαρό — вес нетто;
μικτό βάρους — вес брутто;
αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;
ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;
βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;
4) балласт;5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;
τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;
6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;πλ. тяжёлое бремя; страдание;φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;
οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;
βάρους των φροντίδων — бремя забот;
βάρους των ετών — груз лет;
αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;
δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;
όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;
είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;
μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;
7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;ο έχων βάρους — весомый;
έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;
8) гиря;9) πλ. спорт, штанга;άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;
αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;
σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;
10) спорт, вес;σωματικό βάρους — весовая категория;
παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;
11) юр.:βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;
12):εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;
τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;
§ λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;
γελούν εις βάρους του — над ним смеются
-
11 ειδικός
η, ό[ν] 1.1) специальный, особый; экстренный; 2) специфический, характерный, особенный; 3) специализирующийся;ειδικός στοματολόγος — специалист-стоматолог;
§ ειδικЬ βάρος — удельный вес;
2. (ο)1) специалист; эксперт; 2) врач-специалист;να πας να κοιταχτείς σε κανέναν ειδικό — сходи покажись какому-нибудь специалисту
-
12 feature
['fi: ə] 1. noun1) (a mark by which anything is known; a quality: The use of bright colours is one of the features of her painting.) χαρακτηριστικό,γνώρισμα2) (one of the parts of one's face (eyes, nose etc): She has very regular features.) χαρακτηριστικό3) (a special article in a newspaper: `The Times' is doing a feature on holidays.) ειδικό αφιέρωμα4) (the main film in a cinema programme etc: The feature begins at 7.30; ( also adjective) a feature film.) κύρια ταινία του προγράμματος2. verb(to give or have a part (especially an important one): That film features the best of the British actresses.) παρουσιάζω -
13 task force
(a force selected from the armed services for a special task.) ειδικό απόσπασμα (με ειδική αποστολή) -
14 tribunal
(a group of people appointed to give judgement, especially on official decisions: The case was dealt with by a tribunal.) ειδικό δικαστήριο -
15 вес
вес 1-а (-у) α.1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•атомный вес το ατομικό βάρος•
чистый вес καθαρό βάρος•
удельный вес ειδικό βάρος•
борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.
2. ζυγαριά, ζυγός•аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).
3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
εκφρ.на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.вес 2-а α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση. -
16 закольцевать
-цую, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. закольцованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. σημαδεύω, βάζω ειδικό δαχτυλίδι (σε πτηνά, ψάρια για επιστημονική παρακολούθηση),επίσημαίνω. -
17 кабинетский
επ.κυβερνητικός• υπουργικός•кабинетский кризис κυβερνητική κρίση.
εκφρ.- ие земли – τα τσαρικά τσιφλίκια (διαχειριζόμενα από ειδικό γραφείο)• -
18 компостировать
-руга, -руешьρ.δ. μ. διατρυπώ με ειδικό όργανο•компостировать железнодорожный билет διατρυπώ το σιδηροδρομικό εισιτήριο.
-
19 ледник
-а α.1. υπόγειο ψυγείο (με πάγο ή χιόνι)• ειδικό κιβώτιο-ψυγείο.2. παγετώνας, ογκόπαγος. -
20 линёк
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… … Dictionary of Greek
ειδικό φορτίο — Ο λόγος του φορτίου ενός στοιχειώδους σωματίου προς τη μάζα του σωματίου, δηλαδή το φορτίο ανά μονάδα μάζας του σωματίου. Για παράδειγμα, στο ηλεκτρόνιο το ε.φ. e/m ελαττώνεται (εξαιτίας αύξησης της μάζας) καθώς η ταχύτητα του ηλεκτρονίου… … Dictionary of Greek
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek
μικροτήξη — Ειδικό σύστημα τήξης το οποίο ανάγεται στην αρχαία μέθοδο του περσικού κηρού που χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Αναγέννηση για την τήξη καλλιτεχνικών έργων ή όπλων μεγάλων διαστάσεων. Σήμερα η μ. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία μηχανών για την… … Dictionary of Greek
εριόμετρο — Ειδικό μικροσκόπιο με το οποίο ταξινομείται το μαλλί. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση του πάχους των μικροσκοπικών σωμάτων των φυτικών ινών. Σήμερα χρησιμοποιούνται τελειότερα όργανα. * * * το όργανο με το οποίο μετρούσαν παλαιότερα… … Dictionary of Greek
πετονιά — Ειδικό αλιευτικό νήμα, χοντρό και στερεό, μήκους 20 έως 25 μ., που έχει στην άκρη του ένα ή περισσότερα αγκίστρια. Πετιέται με δύναμη από την παραλία στη θάλασσα και από το άλλο άκρο δένεται στην ξηρά ή κρατιέται με το χέρι. Η π. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
πυρέξ — Ειδικό γυαλί με μεγάλη ανθεκτικότητα στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, η οποία οφείλεται στον αρκετά χαμηλό συντελεστή διαστολής (λ = 0,0000032), περίπου τρεις φορές μικρότερο από τον συντελεστή διαστολής του κοινού γυαλιού. Aνάμεσα στα… … Dictionary of Greek
τάβλι — Ειδικό, χωρίς μεγάλο βάθος, ξύλινο κιβώτιο, που ανοίγει ως δίπτυχο. Πρόκειται για τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με τη μετακίνηση στις δύο εσωτερικές επιφάνειές του δύο ζαριών, με ορισμένους κανόνες και με βάση τους αριθμούς που δίνουν τα ζάρια,… … Dictionary of Greek
αφρόμετρο — Ειδικό χημικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πίεσης που εξασκούν οι φυσαλίδες του ανθρακικού οξέος, το οποίο περιέχεται στα αφρώδη κρασιά (σαμπανιζέ). Η ωρίμανση του κρασιού είναι ανάλογη προς την πίεση του ανθρακικού οξέος, που… … Dictionary of Greek
ηλεκτρολυτικό κύτταρο — Ειδικό δοχείο που περιέχει ένα διάλυμα το οποίο υποβάλλεται σε ηλεκτρόλυση. Στα εργαστηριακά πειράματα το η.κ. είναι ένα απλό γυάλινο ποτήρι, ενώ στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μεγάλες δεξαμενές από γυαλί, μέταλλο ή από άλλα υλικά. Για… … Dictionary of Greek