-
1 национализировать
См. также в других словарях:
εθνοποιώ — ( έω) εθνικοποιώ … Dictionary of Greek
εθνοποιώ — εθνοποίησα, εθνοποιήθηκα, εθνοποιημένος· βλ. εθνικοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)