-
1 национализировать
-
2 национализировать
-рут, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. εθνικοποιώ•национализировать средства производства εθνικοποιώ τα μέσα παραγωγής.
εθνικοποιούμαι. -
3 национализация
η εθνικοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > национализация
-
4 национализировать
[νατσυοναλιζίραβατ'] ρ. εθνικοποιώ -
5 национализировать
[νατσυοναλιζίραβατ'] ρ εθνικοποιώ
См. также в других словарях:
εθνικοποιώ — εθνικοποιώ, εθνικοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εθνικοποιώ — ( έω) εφαρμόζω το σύστημα τής εθνικοποιήσεως … Dictionary of Greek
εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
εθνοποιώ — ( έω) εθνικοποιώ … Dictionary of Greek
εθνοποιώ — εθνοποίησα, εθνοποιήθηκα, εθνοποιημένος· βλ. εθνικοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)