-
1 задушевный
-
2 радушный
-
3 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
4 добросердечный
добросердеч||ныйприл καλόκαρδος, ἐγκάρδιος. -
5 душевный
душевн||ыйприл1. (относящийся к душе) ψυχικός / ήθικός (духовный):\душевныйое спокойствие ἡ ψυχική ἡρεμία· \душевныйая боль ἡ ψυχική ὁδύνη· \душевныйое потрясение ὁ ψυχικός κλονισμός· \душевныйая борьба ἡ ἐσωτερική πάλη·2. (сердечный, искренний) ἐγκάρδιος, είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἄδο-λος:\душевныйая беседа ἡ ἐγκάρδια συνομιλία· \душевный человек ὁ ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· ◊ \душевныйая болезнь ἡ ψυχική ἀσθένεια, ἡ φρενοπάθεια, ἡ φρενοβλάβεια. -
6 задушевный
задушевн||ыйприл ἐγκάρδιος (сердечный)/ είλικρινής (искренний):\задушевныйый разговор ἡ ἐγκάρδια συνομιλία. -
7 привет
приветм ὁ χαιρετισμός, τά χαιρετίσματα:сердечный \привет ὁ ἐγκάρδιος χαιρετισμός· с \приветом μέ τους χαιρετισμούς μου· ◊ от него́ ни ответа ни \привета разг ἀπ' αὐτόν1 ὁὔτε φωνή, ὁδτε ἀκρόαση. -
8 радушный
раду́ш||ныйприл ἐγκάρδιος, θερμός, φιλόφρων:\радушныйный прием ἡ ἐγκάρδια (или ἡ θερμή) ὑποδοχή. -
9 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
10 теплый
тепл||ыйприл1. θερμός, χλιαρός/ γλυκός (тк. о погоде):\теплыйая комната τό θερμό δωμάτιο· \теплыйое молоко́ τό ζεστό γάλα· \теплыйые чулки οἱ ζεστές κάλτσες· \теплый день ἡ ζεστή μέρα·2. перен (сердечный) ἐγκάρδιος, θερμός:\теплыйое чу́вство τό θερμό αίσθημα· \теплый прием ἡ ἐγκάρδια ὑποδοχή·3. (о цвете, звуке, запахе) ζεστός, θερμός:\теплыйые краски, тона τά ζεστά χρώματα· ◊ \теплыйое местечко ирон. ἡ ζεστή θεσούλα· \теплыйая компания ирон. ἡ βρωμοπα-ρέα -
11 радушный
[ραντούσνυΤ] εκ. εγκάρδιος, θερμός -
12 радушный
[ραντούσνυΤ] επ εγκάρδιος, θερμός -
13 добросердечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; καλόκαρδος, καλόψυχος, εγκάρδιος, καλοκάγαθος, ανεξίκακός. -
14 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες. -
15 задушевный
επ.εγκάρδιος•задушевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
задушевный друг γκαρδιακός (επιστήθιος) φίλος.
|| μύχιος, ενδόμυχος. -
16 закадычный
επ.εγκάρδιος, ειλικρινής, επιστήθιος, στενός•закадычный друг ή приятель επιστήθιος φίλος•
-ая дружба στενή φιλία.
-
17 интимный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноεγκάρδιος, γκαρδιακός• στενός• επιστήθιος•-ая беседа εγκάρδια συνομιλία•
интимный друг γκαρδιακός φίλος.
-
18 привет
-а α.1. χαιρετισμός.2. βλ. приветливость.εκφρ.-! – χαίρε! χαίρετε!с -ом – με χαιρετισμό, -μούς•с дружеским -ом – με φιλικό χαιρετισμό•с товарищеским -ом – με συντροφικό χαιρετισμό•сердечный привет – εγκάρδιος χαιρετισμός. -
19 радушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноεγκάρδιος, φιλόφρονος, θερμός, πρόσχαρος, καλόδεχτος, καλοδεχούμενος•радушный прим εγκάρδια υποδοχή•
радушный хозяин καλόδεχτος νοικοκύρης.
-
20 родной
επ.1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•
-ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•
брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.
|| συγγενής.2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•
дальние -ые μακρινοί συγγενείς.
3. της γέννησης•родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•
родной город η γενέτειρα πόλη•
-ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.
4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.εκφρ.родной язык – μητρική γλώσσα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐγκάρδιος — in the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα … Dictionary of Greek
εγκάρδιος — α, ο επίρρ. α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαρδίως — ἐγκάρδιος in the heart adverbial ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδιον — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc sg ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίοις — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίου — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίους — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίων — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίῳ — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)