Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εγκάρδιος

См. также в других словарях:

  • ἐγκάρδιος — in the heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα …   Dictionary of Greek

  • εγκάρδιος — α, ο επίρρ. α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαρδίως — ἐγκάρδιος in the heart adverbial ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρδιον — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc sg ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίοις — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίου — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίους — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίων — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίῳ — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»