Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δός

См. также в других словарях:

  • δός — δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δός μοι ποῦ στῶ, καὶ τὴν γὴν κινήσω. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δός μοι πᾶ βῶ καὶ κινῶ τὰν γᾶν. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ μὴ ἔχεις γέροντα, δὸς καὶ ἀγόρασον. — См. Есть старый убил бы его, нет старого купил бы его …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ μὴ ἔχεω γέροντα, δὸς καὶ ἀγόρασον. — См. Что имеем, не храним; потерявши, плачем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek

  • επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… …   Dictionary of Greek

  • λύγδος — λύγδος, ἡ (Α) λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. δος (πρβλ. μόλυβ δος, κίβ δος) και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • ροίβδος — ὁ, Α ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ. β. «ἀνέμου ῥοῑβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα *roi gw με επίθημα δος (πρβλ. κέλα δος, ἄρα δος), βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»