-
1 δορυ
δόρατος, эп.-ион. δούρατος и δουρός, поэт. δορός τό (dat. δόρατι, δούρατι, δουρί, δορί и δόρει; dual. δοῦρε; pl.: nom. δόρατα, δούρατα, δοῦρα и δόρη, gen. δοράτων и δούρων, dat. δόρασι, δούρασι и δούρεσσι)1) дерево (sc. φοίνικος ἔρνος Hom.)2) брус, балка, доска или древесина(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; δούραθ΄ ἁμάξης Hes.)
κοῖλον δ. Hom. = δουράτεος ἵππος;δ. νηϊον, νήϊα δοῦρα, δοῦρα νεῶν и δοῦρα Hom. — корабельный лес3) судно, корабль(δ. γομφόδετος Aesch. и ποντοπόρον Soph.)
4) шест, древко(μείλινον Hom.; δόρατα ἐκ δέρματος τοῦ ἵππου τοῦ ποταμίου Arst.; ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.)
τὸ λελογχωμένον δ. Arst. — снабженное наконечником древко5) (царский) жезл, скипетр(λαὸν εὐθύνειν δορί Eur.)
6) копье(χάλκεον Hom.; δορὸς λόγχα Eur.; μετὰ ἀσπίδος καὴ δόρατος τὰς πομπὰς ποιεῖν Thuc.)
ἐς δορὸς τάξιν μολεῖν Eur. и εἰς δ. ἀφικνεῖσθαι Xen. — перейти к бою на копьях;ἀπὸ τῶν εὐωνύμων ἐπὴ δ. Polyb. — слева направо;τέν ἐμβολέν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Polyb. — атаковать справа7) бой, сражение, тж. войнаδορὴ κτήσασθαι Hom. или ἑλεῖν Thuc. — взять с бою, захватить на войне, завоевать;
καὴ τὸ δ. καὴ τὸ κηρύκειον πέμπειν Polyb. — предложить выбор между войной и мирными переговорами8) вооруженные силы, войско(ξύμμαχον δ. Aesch.)
ἐν τροπῇ δορός Soph. — когда войску (было) нанесено поражение -
2 δόρυ
τὸ δόρυ, δόρατος (syn. ἔγχος) 1. балка; 2. копье (ср. Дор(и)мидонт ←δόρυ + μέδων ведающий копьем) -
3 δόρυ
(-ατός) τό копьё; пика -
4 δόρυ
-
5 δορατος
-
6 δορει
-
7 δορη
-
8 δορι
-
9 δορος
-
10 δουρα
-
11 δουρας
-
12 δουρατα
-
13 δουρατος
-
14 δουρε
-
15 δουρεσσι
-
16 δουρι
-
17 δουρος
-
18 αλκαιος
-
19 αμφηκης
дор. ἀμφάκης 21) обоюдоострый(φάσγανον Hom.; δόρυ Aesch.; γένυς Soph.; ξίφος Hom., Plut.)
2) раздвоенный, расщепленный(πυρὸς βόστρυχος Aesch.; перен. γλῶττα Arph.)
3) двусмысленный(χρησμός Luc.)
-
20 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
См. также в других словарях:
δόρυ — stem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
δόρυ — το, ατος αρχαίο πολεμικό όπλο που αποτελούνταν από ξύλινο κοντάρι και μεταλλική αιχμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάρισα — Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5 6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’. * * * η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ (στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου… … Dictionary of Greek
δοράτεσσι — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτεσσιν — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτων — δόρυ stem neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορός — δόρυ stem neut gen sg (attic) δορός leathern bag masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουράτων — δόρυ stem neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρί — δόρυ stem neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)