-
1 αθυροστομος
-
2 αιολοστομος
-
3 αμφιστομος
21) имеющий выход с обеих сторон, сквозной(ὄρυγμα Her.; θυρίδες Arst.)
2) двустороннийἀμφίστομοι λαβαὴ κρατήρων Soph. — ручки с обеих сторон чаш;
ἀ. τάξις Polyb. или ἀμφίστομον πλινθίον и πλαίσιον воен. Plut. — строй с двойным фронтом, преимущ. карре -
4 αρτιστομος
-
5 αστομος
21) досл. безустый, перен. не умеющий говорить(ἄ. καὴ ἀπεγλωττισμένος Luc.)
2) со слабой хваткой(κύνες Xen.)
3) строптивый, упрямый(ἵππος Aesch.; πῶλος Soph., Plut.)
4) не поддающийся закалке, хрупкий(νόμισμα σιδεροῦν Plut.)
-
6 αυθαδοστομος
-
7 βραχυστομος
-
8 διστομος
-
9 διχοστομος
-
10 εκατοστομος
-
11 ελευθεροστομος
-
12 επταστομος
-
13 ευρυστομος
2 -
14 ευστομος
21) с крепкой хваткой(κύνες Xen.)
2) с послушным ртомἵππος εὔ. τῷ χαλινῷ Plut. — лошадь, повинующаяся узде
3) широкогорлый(ποτήρια Luc.)
4) красноречивый(φύσις τινός Anth.)
5) шутл. делающий красноречивым, развязывающий язык(λάγυνος Anth.)
6) воздерживающийся от неподобающих слов, т.е. хранящий благоговейное молчаниеπερὴ τούτων μοι εὔστομα κείσθω Her. — об этих (египетских мистериях) я (благоговейно) умолчу;
εὔστομ΄ ἔχε! Soph. — (за)молчи! тише! -
15 θρασυστομος
-
16 κακοστομος
-
17 λεπτοστομος
-
18 μεγαλοστομος
-
19 μικροστομος
-
20 οζοστομος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
ηδύστομος — ἡδύστομος, ον (Α) ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
θεόστομος — θεόστομος, ον (Μ) φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, σεμνό στομος] … Dictionary of Greek
θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
ισχυρόστομος — ἰσχυρόστομος, ον (Α) (για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, θρασύ στομος] … Dictionary of Greek
κακόστομος — η, ο (AM κακόστομος, ον) κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από κακοσμία τού στόματος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος … Dictionary of Greek
κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κοπρόστομος — η, ο (Μ κοπρόστομος, ον) βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κρατερόστομος — κρατερόστομος, ον (Μ) αυτός που μιλά με τραχύτητα, που έχει τραχιά γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek