Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δένδρινος

См. также в других словарях:

  • δένδρινος — η, ον βλ. δέντρινος …   Dictionary of Greek

  • Δενδρινός, Ιερόθεος — (Επάνω Χωριό, Ιθάκη 1697 – Σμύρνη 1780). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στη σχολή της Πάτμου, κοντά στον Μακάριο Καλογερά και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση της ελληνικής σχολής, η οποία αργότερα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Makis Dendrinos — (in Greek: Μάκης Δενδρινός) is a Greek professional basketball coach. He was the coach of the Greek National Squad from 1994 to 1996. He won the 4th place at the 1994 FIBA World Championship, the 5th place at the Basketball at the 1996 Summer… …   Wikipedia

  • Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Gerasimos Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Yerasimos Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Yerásimos Dendrinós — (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δέντρινος — η, ο (AM δένδρινος, η, ον) αυτός που προέρχεται από δένδρο ή που κατασκευάζεται από ξύλο δένδρου νεοελλ. από ξύλο βαλανιδιάς …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»