-
1 καρυό-φυλλον
καρυό-φυλλον, τό (Nußblatt), Gewürznelke, Galen.
-
2 καρυό-χρους
καρυό-χρους, nußfarbig, schwarz, Favor.
-
3 καρυο-κατ-άκτης
καρυο-κατ-άκτης, ὁ, Nußknacker, Ath. II, 53 d.
-
4 καρυο-βαφής
καρυο-βαφής, ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.
-
5 καρυο-ναύτης
καρυο-ναύτης, ὁ, Nußschiffer, der in einer Nußschale schifft, Luc. Ver. H. 2, 37.
-
6 καρυοβαφής
κᾰρῠο-βᾰφής, ές,A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοβαφής
-
7 καρυόδενδρον
κᾰρῠό-δενδρον, τό,A walnut-tree, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυόδενδρον
-
8 καρυοκατάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοκατάκτης
-
9 καρυοναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοναύτης
-
10 καρυοπώλης
A nut-seller, Jahresh.16Beibl.51, prob. rest. in IG22.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοπώλης
-
11 καρυοτομία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοτομία
-
12 καρυόφυλλον
κᾰρῠό-φυλλον, τό,A dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata, Alex.Trall.1.17, Febr.7, Paul.Aeg.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυόφυλλον
-
13 καρυοώδης
κᾰρῠο-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοώδης
-
14 καρυοωτὸς
II φιάλη καρυωτή cup adorned with a nut-shaped boss, IG11(2).161B30,al.(Delos, iii B. C.), OGI214.31 (Branchidae, iii B. C.), Semus16; alsoκ. λαμπάδια LXXEx.38.16
(37.19).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοωτὸς
-
15 καρυοῶτις
A date, Dsc.1.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοῶτις
-
16 καρυοβαφής
καρυο-βαφής, ές, mit Nußschalen schwarz gefärbt -
17 καρυοκατάκτης
καρυο-κατ-άκτης, ὁ, Nußknacker -
18 καρυοναύτης
καρυο-ναύτης, ὁ, Nußschiffer, der in einer Nußschale schifft -
19 καρυόφυλλον
καρυό-φυλλον, τό (Nußblatt), Gewürznelke -
20 καρυόχρους
καρυό-χρους, nußfarbig, schwarz
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… … Dictionary of Greek
βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… … Dictionary of Greek
θαλασσοθραύστης — ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης] … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
καρεφύλλι — το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. καρυό φυλλον] … Dictionary of Greek
καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] … Dictionary of Greek