Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρυό-

См. также в других словарях:

  • κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… …   Dictionary of Greek

  • βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοθραύστης — ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης] …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική …   Dictionary of Greek

  • καρεφύλλι — το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. καρυό φυλλον] …   Dictionary of Greek

  • καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»