Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δόμεν

См. также в других словарях:

  • δόμεν — δίδωμι Aër. aor inf act (epic) δίδωμι Aër. aor ind act 1st pl (epic) δίδωμι Aër. aor ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπᾴδομεν — ἀπᾴ̱δομεν , ἀπᾴδω sing out of tune imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀπᾴδομεν , ἀπᾴδω sing out of tune pres ind act 1st pl ἐπᾴ̱δομεν , ἐπαείδω sing to imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἐπᾴδομεν , ἐπαείδω sing to pres ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Предложный падеж — (грамм.) русское название древнего местного падежа, данное ему потому, что он употребляется теперь только в соединении с предлогами (в, на, о, по, при). Местный падеж в индоевропейских языках в единственном числе образуется двумя способами: 1) в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Onciale 071 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 071 …   Wikipédia en Français

  • Кодекс 071 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 071 …   Википедия

  • απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… …   Dictionary of Greek

  • ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • συνᾴδομεν — συνᾴ̱δομεν , συνᾴδω sing with imperf ind act 1st pl (doric aeolic) συνᾴδω sing with pres ind act 1st pl συνᾴδω sing with imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντᾴδομεν — ἀντᾴ̱δομεν , ἀντί ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀντί ἀείδω il.Parv.. pres ind act 1st pl ἀντί ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπᾴδομεν — ἀπᾴ̱δομεν , ἀπᾴδω sing out of tune imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀπᾴδω sing out of tune pres ind act 1st pl ἀπᾴδω sing out of tune imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»