-
1 δυναμωτικός
η, ό[ν] укрепляющий, придающий силы; тонизирующий (о лекарстве);δυναμωτικά φάρμακα — тонизирующие средства
-
2 δυναμωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναμωτικός
-
3 δυναμωτικός
güçlendirici -
4 δυναμωτικόν
δυναμωτικόςstrengthening: masc acc sgδυναμωτικόςstrengthening: neut nom /voc /acc sg -
5 бодрящий
бодр||ящий1. прич. от бодрить;2. прил ζωογόνος, δυναμωτικός:\бодрящийящая прохлада ἡ ζωογόνα δροσιά. -
6 тонический
тоническ||ий Iприл τονικός, τονούμε-νος:\тоническийое ударение ὁ τόνος, ἡ τονιζόμε-νη συλλαβή.тоническ||ий IIприл мед τονωτικός, δυναμωτικός:\тоническийие средства τά τονωτικά φάρμακα -
7 укрепляющий
укрепля||ющийприч. и прил τονωτικός, δυναμωτικός. -
8 крепительный
επ.1. παλ. δυναμωτικός, ενισχυτικός, τονωτικός.2. υλικό στερεωτικό.3. ουσ. -ое δυναμωτικό, το τονωτικό(φάρμακο). -
9 укрепительный
επ.1. οχυρωματικός•-ое сооружение οχυρωματικό έργο.
2. (παλ.) τονωτικός, δυναμωτικός. -
10 укрепляющий
επ. από μτχ.δυναμωτικός, τονωτικός•-ее средство τονωτικό φάρμακο.
-
11 δύναμαι
Grammatical information: v.Meaning: `be able, be equal, be equivalent' (Il.).Other forms: Aor. δυνήσασθαι, δυνασθῆναι (Il.), δυνηθῆναι (trag.), fut. δυνήσομαι (Od.), perf. δεδύνημαι (Att.)Derivatives: δύναμις f. `strength, power' (Il.; cf. θέμις and below) with δυναμικός `powerful, effective' (hell. and late), δυναμερός `id.' (medic.), δυναμοστόν a fraction (Dioph.); δυναμόω `make strong' (hell. and late), with δυνάμωσις, δυναμωτικός, δύνασις `id.' (Pi.). δυνάστης m. `lord, master' (ion.-att.) with δυναστικός (Arist.), δυναστεύω (Ion.-Att.), with δυναστεία, δυνάστευμα, δυναστευτικός; f. δυνάστις (Demetr. Eloc.), δυνάστειρα ( Tab. Defix. Aud. IIIp). δυνάστωρ `id.' (E. IA 280 [lyr.]). Verbal adj. δυνατός `potens, able; possible' (Sapph.,) with δυνατέω `be strong' (2 Ep. Kor. 13, 3); δυνητικός `potential' (A. D.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. δύ-ν-αμαι, a present with nasal infix, which was generalized: δυ-ν-ά-σθην for *δυά-σθην (cf. λίναμαι: λιάσθην), δυ-ν-ήσομαι for *δυή-σομαι etc., and in nouns δύναμις etc. An inorganic - σ- in: δυνά-σ-θην, δυνά-σ-της. The disyllabic root δϜᾱ- formally agrees with that of δ(Ϝ)ά̄-ν, δ(Ϝ)ᾱ-ρός (s. δήν, δηρός), but semantically a connection is difficult. - Cret. νύναμαι (Gortyn) must be the same word. It may be due simply to assimilation. Hell. δύνομαι is a thematic re-formation. - Details in Schwyzer 495 n. 5, 693 w. n. 5, 762; cf Frisk Eranos 43, 223 w. n. 3.Page in Frisk: 1,423-424Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δύναμαι
См. также в других словарях:
δυναμωτικός — ή, ό (AM δυναμωτικός, ή, όν) αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό τονωτικό φάρμακο … Dictionary of Greek
δυναμωτικός — ή, ό αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός: Το μέλι είναι πολύ δυναμωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμωτικόν — δυναμωτικός strengthening masc acc sg δυναμωτικός strengthening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναληπτικός — ή, ό (Α ἀναληπτικός, ή, όν) [ἀναλαμβάνω] (στην Ιατρ.) 1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* νεοελλ. 1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη … Dictionary of Greek
ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… … Dictionary of Greek
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
ισχυροποιός — ἰσχυροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο ποιός, ξηρο ποιός] … Dictionary of Greek
ισχυτήριος — ἰσχυτήριος, ία, ον (Α) [ισχύω] αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός … Dictionary of Greek
κομιστικός — ή, ό (Α κομιστικός, ή, όν) [κομίζω] ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικά οι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρα αρχ. 1. ο κατάλληλος για φροντίδα 2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός … Dictionary of Greek
κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
κρατυντικός — κρατυντικός, ή, όν (Α) [κρατύνω] δυναμωτικός … Dictionary of Greek