-
1 δρᾶμα
δρᾶμα, τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; δρᾶμα ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰςάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.
-
2 δράμα
-
3 δρᾶμα
-
4 δραμα
-
5 δρᾶμα
A deed, act, opp. πάθος, A.Ag. 533; office, business, duty, Pl.Tht. 150a, R. 451c; τὸ δ. δρᾶν to go about one's business, Id.Tht. 169b.II action represented on the stage, drama, play, Ar.Ra. 920, Arist.Po. 1448a28, etc.; μὴ ἐν τῷ δ. not in the action on the stage, ib. 1460a31; ἔξω τοῦ δ. ib. 1453b32;δ. ποιεῖν Ar.Ra. 1021
;σατυρικὸν δ. Pl.Smp. 222d
(with play on 1): metaph., stage-effect of any kind,τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δ. εἰσάγειν Id.Ap. 35b
: also, tragical event, Plb.23.10.12, Him.Ecl.1.12, etc. -
6 δρᾶμα
δρᾶμα, τό, das Getane, die Tat, Handlung; das Geschäft. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰςάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen -
7 δρᾶμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 6,17drama, play; δρᾶμα ὑποκρίνασθαι to play the part, (metaph.), to pretend -
8 Δράμα
η Драма (ном и город в Македонии) -
9 δράμα
το драма -
10 δρᾶμα
-
11 δράμα
[драма] ουσ. о. драматическое произведение, драмаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δράμα
-
12 δράμα
[драма] ουσ ο драматическое произведение, драма. -
13 δράμα
dram, trajedi -
14 δράμα
drame -
15 δράμα
dramat (m) rzecz. -
16 δράμα
1) činohra2) drama -
17 δράμα
dramaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δράμα
-
18 drame
δράμα -
19 činohra
δράμα -
20 drama
δράμα
См. также в других словарях:
δρᾶμα — deed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
Δράμα — Sp Dramà Ap Δράμα/Drama L mst. ir nomas Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
δράμα — το 1. λογοτεχνικό είδος του θεάτρου, ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης, αλλά και θεατρικό έργο με συγκινητική υπόθεση και έντονες συγκρούσεις. 2. μτφ., συγκλονιστικό ή τραγικό γεγονός: Από τότε που έφυγε ο άντρας της ζει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Сатирическая драма — (δράμα σατυρικόν, σάτυροι) или иначе игривая трагедия (παιζουσα τραγωδια, Dion. de elocut. 169) y древних греков особый вид драматической поэзии, существовавший наряду с трагедией и комедией. Из С. драмы, по свидетельству Аристотеля, развилась… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Βλάχος, Ανέστης — (Δράμα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου Θεάτρου και ξεκινώντας από το 1956, εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Φόβος, Με τη λάμψη στα μάτια, Ληστεία στην Αθήνα, Νταβέλης κ.ά … Dictionary of Greek
Δράμαλης, Μαχμούτ πασάς — (Δράμα 1780; – Κόρινθος 1822). Τούρκος στρατηγός στην εποχή της Επανάστασης του 1821. Ανατράφηκε στα ανάκτορα του σουλτάνου Σελίμ Γ’ και απέκτησε πλούσια στρατιωτική μόρφωση και πείρα κοντά σε μεγάλους Τούρκους στρατηγούς, σε εκστρατείες στην… … Dictionary of Greek
Καράογλου, Χαράλαμπος — (Δράμα 1946 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (τμήμα μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών), της οποίας αναγορεύθηκε διδάκτορας (1988). Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως… … Dictionary of Greek
Μανθόπουλος, Δημήτριος — (Δράμα 1937 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, κυρίως την παιδική. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα… … Dictionary of Greek
Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia