-
1 уличный
уличн||ыйприл в разн. знач. τοῦ δρόμου:\уличныйое движение ἡ κυκλοφορία στό δρόμο, ἡ τροχαία (κίνησις)· \уличный бой ἡ ὁδομαχία· \уличный мальчишка παιδί τοῦ δρόμου, τό ἀλητόπαιδο· \уличныйая женщина γυναίκα τοῦ δρόμου, ἡ πόρνη. -
2 кросс
-
3 обочина
-
4 поворот
поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή* * *м1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφήпра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή
на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου
3) перен. η αλλαγή, η καμπή -
5 состязание
состязание с о αγώνας; \состязаниея в беге о αγώνας δρόμου* * *сο αγώναςсостяза́ния в бе́ге — ο αγώνας δρόμου
-
6 уличный
уличный του δρόμου; \уличныйое движение η κυκλοφορία τροχοφόρων, η κίνηση στο δρόμο* * *у́личныйое движе́ние — η κυκλοφορία τροχοφόρων, η κίνηση στο δρόμο
-
7 фонарь
фонарь м το φανάρι; уличный \фонарь το φανάρι του δρόμου* * *мτο φανάριу́личный фона́рь — το φανάρι του δρόμου
-
8 середина
-ы θ.η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•
бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•
середина круга το κέντρο του κύκλου•
в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•
в -е века στα μέσα του αιώνα.
|| ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•
в самой -е καταμεσής•
в самой -е дня το καταμεσήμερο•
в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.
εκφρ.середина на половину – βλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка. -
9 улица
-ы θ.1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•ленина οδός Λένιν•
глухая улица ερημική οδός•
улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.
2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•
мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•
он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.
3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•дети -ы παιδιά του δρόμου•
девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.
|| παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.εκφρ.на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος. -
10 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
11 извилина
1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина
-
12 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
13 кювет
η τάφρος (στην πλευρά του δρόμου), τα χαντάκια της αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кювет
-
14 кюветокопатель
το σκαπτικό (της αποχέτευσης στις πλευρές του δρόμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кюветокопатель
-
15 кюветоочиститель
ο καθαριστής αποχετευτικών τάφρων (στις πλευρές του δρόμου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кюветоочиститель
-
16 насыпь
1. (возвышение) το ανάχωματο επίχωμα2. (форма груза) το χύματοχύδηνгрузить - ю φορτώνω χύδην/χύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насыпь
-
17 перегон
1. (участок пути между двумя станциями) το τμήμα, η απόσταση (διανυόμενη μεταξύ δυο στάσεων), το «σκέλος» 2. (действие) η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегон
-
18 перекладка
1. тех.- рулей ав. η μετατόπιση πηδαλίου, ηαλλαγή θέσης2. (чего-л. заново, иначе) ηεπανατοποθέτηση, το ξαναβάλσιμο, τοξαναχτίσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладка
-
19 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
20 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
См. также в других словарях:
δρόμου — δρόμος course masc gen sg δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek