Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δρόμου

  • 81 перебежка

    θ.
    1. πέρασμα από (τη μια μεριά στην άλλη).
    2. αυτομολια.
    3. (αθλτ.) ξα-νατρέξιμο, επανάληψη του αγωνίσματος δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > перебежка

  • 82 перегонный

    επ.
    1. της μετακίνησης ζώων•

    -ое время ο καιρός (εποχή) μετακίνησης ζώων.

    || (για ταχύτητα δρόμου) του ξεπεράσματος, του προσπεράσματος.
    2. της απόσταξης•

    перегонный аппарат συσκευή απόσταξης.

    Большой русско-греческий словарь > перегонный

  • 83 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 84 поводырь

    α.
    οδηγός (κυρίως τυφλών).
    (απλ.) οδηγός (δρόμου σε άγνωστο έδαφος).

    Большой русско-греческий словарь > поводырь

  • 85 полдороги

    θ. μισός δρόμος•

    уже -проехали περάσαμε (διανύσαμε) πια το μισό δρόμο.

    εκφρ.
    на полдороги остановить(ся)κ.τ.τ. σταματώ στη μέση του δρόμου (αφήνω μισοτελειωμένο το έργο).

    Большой русско-греческий словарь > полдороги

  • 86 половина

    θ.
    1. το μισό, το ήμισυ• половина- состояния η μισή περιουσία•

    первая половина игры το πρώτο ημίχρονο του παιγνιδιού.

    2. η μέση, το μέσο•

    дошли до -ы дороги φτάσαμε ως τα μισά του δρόμου.

    3. βλ. половинка.
    4. παλ. ξεχωριστό διαμέρισμα σπιτιού.
    εκφρ.
    моя половина – το έτερο μου ήμισυ (ο, η σύζ•υγός μου).

    Большой русско-греческий словарь > половина

  • 87 полпути

    α. μισός δρόμος•

    вернуться с -γυρίζω από τα μισά του δρόμου.

    εκφρ.
    на -(бросить, остановить) – αφήνω ημιτελές, δεν αποτελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > полпути

  • 88 прислушаться

    ρ.σ.
    1. αφουγκράζομαι, αυτιά-ζομαι, τεντώνω τ αυτί ή τ αυτιά.
    2. μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•

    прислушаться к советам друга ακούω τις συμβουλές του φίλου.

    3. συνηθίζω (για ήχο κ.τ.τ.)• прислушаться к шуму улицы συνηθίζω στο θόρυβο του δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > прислушаться

  • 89 прорубка

    θ.
    1. διατρύπηση.
    2. δίοδος, πέρασμα, άνοιγμα δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > прорубка

  • 90 расширение

    ουδ.
    1. (δι)εύρυνση, πλάτεμα, φάρδεμα•

    расширение дороги φάρδεμα του δρόμου•

    кругозора πλάτεμα του (πνευματικού) ορίζοντα.

    2. αύξηση, μεγάλωμα, μεγάθυνση• επέκταση•

    расширение забастовочного движения μεγάλωμα του απεργιακού κινήματος.

    || διαστολή, διόγκωση. || πλάτυσμα, το πλατύ μέρος•

    труба с -ем σωλήνας με πλάτυσμα.

    Большой русско-греческий словарь > расширение

  • 91 ристание

    ουδ.
    παλ. αγώνισμα δρόμου, ιπποδρομίας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > ристание

  • 92 сворот

    α.
    στροφή δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сворот

  • 93 сокращение

    ουδ.
    1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•

    сокращение пути συντόμευση του δρόμου.

    2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•

    -вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.

    3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).
    4. συστολή•

    сокращение мышц συστολή των μυών.

    5. (μαθ.) απλοποίηση•

    сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.

    6. περικοπή, κόψιμο•

    перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.

    7. σύντμηση λέξης.

    Большой русско-греческий словарь > сокращение

  • 94 состязание

    ουδ.
    άμιλλα, συναγωνισμός•

    состязание в выдержке συναγων ισμό.ς αντοχής.

    || (αθλτ.) αγώνας•

    состязание в беге αγώνας δρόμου.

    || παλ. συζήτηση, λογομαχία, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > состязание

  • 95 справа

    επίρ. (από τα) δεξιά, απο τη δεξιά πλευρά ή μέρος•

    справа от дороги από το δεξιό μέρος του δρόμου.

    θ. (παλ. κ. διαλκ.)
    1. ασχολία, δουλειά, υπόθεση.
    2. πράγματα οικιακά•σκεύη• εξαρτήματα• σύνεργα.

    Большой русско-греческий словарь > справа

  • 96 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 97 тумба

    θ.
    1. στύλος χαμηλός, στυλίσκος (δρόμου ή πεζοδρομίου).
    2. βάση, βάθρο, υπόβαθρο• κρηπίδα. || υποστάτης, υποστήρ ιγμα.
    3. μτφ. χοντρούπας, χοντρομπαλάς• δυσκίνητος.
    εκφρ.
    причальная тумба – δέστρα μεταλλική (για σκάφη).

    Большой русско-греческий словарь > тумба

  • 98 убитость

    θ.
    αποκάμωμα, απαύδιση, τσακ ισμα.
    θ.
    ταράτσωμα, πάτημα•

    убитость дороги το πάτημα του δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > убитость

  • 99 укатка

    θ.
    1. κύλιση.
    2. το πάτημα του δρόμου από τα τροχοφόρα.

    Большой русско-греческий словарь > укатка

  • 100 уличный

    επ.
    1. της οδού•

    -ое движение η κυκλοφορία (κίνηση) στην οδό•

    -ые бой οδομαχίες.

    || στραμμένος προς την οδό•
    уличныйая дверь πόρτα προς το δρόμο.
    2. ανάγωγος•

    -ые ребята παιδιά του δρόμου.

    3. απρεπής• χυδαίος• αγοραίος•

    -ые фразы αγοραίες φράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > уличный

См. также в других словарях:

  • δρόμου — δρόμος course masc gen sg δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»