-
1 освежать
освежать, освежить 1) δροσίζω 2) трен. ανανεώνω \освежаться δροσίζομαι* * *= освежить1) δροσίζω2) перен. ανανεώνω -
2 проветривать
-
3 освежать
1. (обновлять) ανανεώνω 2. (делать свежим, охлаждать) δροσίζω, τονώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освежать
-
4 освежать
освеж||атьнесов1. ἀναψύχω, δροσίζω, φρεσκάρω/ ἀερίζω (проветривать):дождь \освежатьает воздух ἡ βροχή δροσίζει τήν ἀτμόσφαιρά2. (возвращать бодрость) ἀναζωογονώ, ξεκουράζω:прогулка всегда \освежатьает меня ὁ περίπατος πάντα μέ ξεκουράζει·3. (в памяти) ξαναθυμίζω/ ἀνα-νεῶ, ἀνανεώνω (обновлять):\освежать свои́ знания ἀνανεώνω τις γνώσεις μου·4. (вводить в состав новых людей) разг ἀνανεώνω, ἀνανεω. -
5 свежеть
свеже||тьнесов δροσίζω, γίνομαι ψυχρός:ветер \свежетьет ὁ ἀέρας δροσίζει· \свежетьет безл κάνει δροσιά. -
6 cool
[ku:l] 1. adjective1) (slightly cold: cool weather.) δροσερός2) (calm or not excitable: He's very cool in a crisis.) ψύχραιμος3) (not very friendly: He was very cool towards me.) ψυχρός4) ((slang) great; terrific; fantastic: Wow, that's really cool!; You look cool in those jeans!) εξαίρετος, πρώτης ποιότητας2. verb1) (to make or become less warm: The jelly will cool better in the refrigerator; She cooled her hands in the stream.) κρυώνω, δροσίζω2) (to become less strong: His affection for her has cooled; Her anger cooled.) περνώ3. noun(cool air or atmosphere: the cool of the evening.) ψύχρα- coolly- coolness
- cool-headed
- cool down
- keep one's cool
- lose one's cool -
7 freshen
1) (to become fresh or cool: The wind began to freshen.) δροσίζω2) ((often with up) to (cause to) become less tired or untidy looking: I must freshen up before dinner.) φρεσκάρομαι -
8 refresh
[rə'freʃ](to give new strength and energy to; to make (a person etc) feel less hot, tired etc, eg after or during a period of hard work: This glass of cool lemonade will refresh you.) αναζωογονώ, ξεκουράζω, δροσίζω- refreshingly
- refreshments
- refresh someone's memory -
9 освежать
[ασβιζάτ*] ρ. φρεσκάρω, δροσίζω -
10 свежеть
[σβιζιέτ"] ρ. δροσίζω -
11 освежать
[ασβιζάτ'] ρ φρεσκάρω, δροσίζω -
12 свежеть
[σβιζιέτ"] ρ δροσίζω -
13 освежить
-жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.
2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.3. φρεσκάρω•освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.
4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•- воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.1. δροσίζομαι.2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.
-
14 просвежить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.(απλ.) δροσίζω αερίζω, παίρνω δροσερό αέρα.δροσίζομαι, αερίζομαι. -
15 холодить
-ложу, -лодищьρ.δ.1. μ. ψύχω, κρυώνω•закрой дверь, не -ди комнату κλείσε την πόρτα, μη κρυώνεις το δωμάτιο.
2. δροσίζω•мята -ит во рту η μέντα δροσίζει το στόμα.
3. παγώνω (για ψυχή, καρδιά, αίμα κ.τ.τ.).ψύχομαι, κρυώνω. -
16 serinlemek
(cansizlar) δροσίζω, (canlilar) δροσίζομαι
См. также в других словарях:
δροσίζω — bedew pres subj act 1st sg δροσίζω bedew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζω — δροσίζω, δρόσισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. δροσίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek
δροσίζω — δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος 1. ραντίζω με δροσιά, με δροσερό νερό, κρυώνω κάτι: Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να το δροσίσω. 2. αμτβ., γίνομαι δροσερός: Θα βγούμε μόλις δροσίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδροσισμένα — δροσίζω bedew perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζεσθε — δροσίζω bedew pres imperat mp 2nd pl δροσίζω bedew pres ind mp 2nd pl δροσίζω bedew imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσω — δροσίζω bedew aor subj act 1st sg δροσίζω bedew fut ind act 1st sg δροσίζω bedew aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσῃ — δροσίζω bedew aor subj mid 2nd sg δροσίζω bedew aor subj act 3rd sg δροσίζω bedew fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδροσισμένων — δροσίζω bedew perf part mp fem gen pl δροσίζω bedew perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσιζόμεθα — δροσίζω bedew pres ind mp 1st pl δροσίζω bedew imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζει — δροσίζω bedew pres ind mp 2nd sg δροσίζω bedew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)