-
1 αὐθ-αίρετος
αὐθ-αίρετος, selbstgewählt, freiwillig, εὐβουλία Thuc. 1, 78; στρατηγός Xen. 5. 7, 29; 28 ὅστις ἂν ἑαυτὸν ἕληται; ϑάνατος Hell. 6, 2; 24, Selbsimord; ἑαυτοῖς ἐπάγονται δουλείαν Dem. 19, 259; selbst zugezogen, selbstverschuldet, πημοναί Soph. O. R. 1231; κίνδυνοι Thuc. 1, 144; καταφϑορά Pol. 2, 21 u. Sp.
-
2 δι-αυθ-αίρετος
δι-αυθ-αίρετος, um seiner selbst willen zu wählen, Stob.
-
3 αὐθαίρετος
αὐθ-αίρετος, ον,A self-chosen, self-elected,στρατηγοί X.An. 5.7.29
; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668;γυμνασίαρχος OGI583.8
;συνήγορος POxy.1242.10
. Adv.- τως Inscr.Magn.163.15
, PLond. 2.280.7 (i A. D.).II by free choice, of one-self, E.Supp. 931;αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17
; independent, free,εὐβουλία Th.1.78
;ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN 1114b6
.III of things, due to one's own choice,ὄλβος B.Fr.20
; usu. of evils, self-incurred, ; ; νόσοι.. αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40;θάνατος X.HG6.2.36
;λῦπαι Men.634
;δυστύχημα Id.618
. Adv.- τως
of free choice, 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr. 361 (iv A. D.);πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24
, independently, Luc.Anach.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαίρετος
-
4 αὐθαίρετος
αὐθ-αίρετος, selbstgewählt, freiwillig; selbst zugezogen, selbstverschuldet -
5 αυθαιρετος
21) добровольно избранный, добровольный(πημοναί Soph.; κίνδυνοι Thuc.; θάνατος Xen.; δουλεία Dem.)
πόλεμον αὐθαίρετον προσάγειν Plut. — намеренно затягивать войну;αὐ. ἀμφοτέροις ἥ εὐβουλία Thuc. — обе стороны могут прийти к благоразумному решению2) сам себя избравший, т.е. самозванный(στρατηγοί Xen.)
-
6 διαυθαίρετος
См. также в других словарях:
ιδιαίρετος — ἰδιαίρετος, ον (Μ) ο εκλεγμένος ξεχωριστά. επίρρ... ἰδιαρέτως (Μ) με τη θέληση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο + αιρετος (< αιρετός < αιρώ), πρβλ. αναφ αίρετος, αυθ αίρετος] … Dictionary of Greek
ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] … Dictionary of Greek
παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον … Dictionary of Greek
αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… … Dictionary of Greek