-
1 δοριπετης
-
2 αγωνια
ион. ἀγωνίη ἥ1) бой, битва(ἀ. δοριπετής, πολεμίων Eur.)
2) борьба, состязание Pind., Her., Xen., Isocr., Plat.3) спор, тяжба Dem.4) душевная борьба, смятение, тревога, тоска(ἐν φόβῳ καὴ ἀγωνίᾳ Dem.; αἱ τῆς ψυχῆς ἀγωνίαι Arst.; ἀ. καὴ σιγή Plut.)
См. также в других словарях:
δοριπετής — δοριπετής, ές (Α) αυτός που έπεσε από πλήγμα δόρατος … Dictionary of Greek
δοριπετής — fallen by the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριπετῆ — δοριπετής fallen by the spear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δοριπετής fallen by the spear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δοριπετής fallen by the spear masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek