-
1 πεσημα
- ατος τό1) падение(ἐκ δίφρου Eur.)
θανάσιμον π. Soph. — насильственная смерть, убийство;π. δικεῖν Eur. — пасть2) гибель(ἀνδρῶν πεσήματα Aesch.)
3) упавшееτὸ οὐρανοῦ π. Eur. — упавшее с неба, т.е. палладий;
πεσήματα νεκρῶν Eur. — мертвецы -
2 δοριπετης
См. также в других словарях:
πεσήματα — πέσημα fall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήματ' — πεσήματα , πέσημα fall neut nom/voc/acc pl πεσήματι , πέσημα fall neut dat sg πεσήματε , πέσημα fall neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] … Dictionary of Greek