Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(πεσήματα

См. также в других словарях:

  • πεσήματα — πέσημα fall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήματ' — πεσήματα , πέσημα fall neut nom/voc/acc pl πεσήματι , πέσημα fall neut dat sg πεσήματε , πέσημα fall neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»