Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικαιώνομαι

  • 1 оправдать

    оправдать, оправдывать 1) δικαιολογώ· δικαιώνω (надежды, ожидания) 2) юр. αθωώνω \оправдаться δικαιολογούμαι* δικαιώνομαι (оказаться правильным)' δικαιούμαι (быть вправе)
    * * *
    = оправдывать
    1) δικαιολογώ; δικαιώνω (надежды, ожидания)
    2) юр. αθωώνω

    Русско-греческий словарь > оправдать

  • 2 оправдаться

    δικαιολογούμαι; δικαιώνομαι ( оказаться правильным); δικαιούμαι ( быть вправе)

    Русско-греческий словарь > оправдаться

  • 3 оправдаться

    оправдать||ся
    1. (защищаться от нападок) δικαιολογούμαι·
    2. (об ожиданиях и т. п.) δικαιώνομαι:
    его опасения не оправдались οἱ φόβοι του δέν δικαιώθηκαν·
    3. (о расходах) καλύπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > оправдаться

  • 4 δικαιώνω

    1. μετ.
    1) юр. оправдывать; реабилитировать; 2) оправдывать (ожидания, надежды и т. п.); воздавать справедливость (кому-чему-л.); 2. αμετ. оправдываться (об ожиданиях, надеждах и т. п.);

    δικαιώνομαι [-ούμαι]

    1) — иметь право, быть в праве;

    δικαιούμαι άδειας — иметь право на отпуск;

    2) рел исповедоваться, каяться в грехах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιώνω

  • 5 обелить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обе-ленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. (δοα λκ.) ασπρίζω, λευκαίνω.
    2. δικαιώνω, αθωώνω, βγάζω λάδι, ασπροπρόσωπο.
    3. παλ. απαλλάσσω του φόρου.
    1. ασπρίζομαι, λευκαίνομαι.
    2. δικαιώνομαι, αθωώνομαι, βγαίνω λάδι, ασπροπρόσωπος.

    Большой русско-греческий словарь > обелить

  • 6 оправдать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.
    2. καλύπτω.
    3. δικαιώνω•

    события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•

    оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.

    4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.
    (οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•

    оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.

    1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).
    2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•

    теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.

    3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•

    все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > оправдать

См. также в других словарях:

  • δικαιώνομαι — δικαιώνομαι, δικαιώθηκα, δικαιωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… …   Dictionary of Greek

  • εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …   Dictionary of Greek

  • επαληθεύω — (AM ἐπαληθεύω) 1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.) 2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι… …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

  • ικανώ — (ΑΜ ἱκανῶ, όω, Μ και έω) [ικανός] (νεοελλ. μσν.) 1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον 2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον 3. επαρκώ, είμαι αρκετός 4. τακτοποιώ 5. συμπληρώνω 6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον 7. αποζημιώνω μσν. 1. μέσ. ἱκανοῡμαι, όομαι α)… …   Dictionary of Greek

  • δικαιώνω — δικαίωσα, δικαιώθηκα, δικαιωμένος 1. απονέμω δίκαιο, αναγνωρίζω το δίκαιο: Τελικά δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο. 2. δικαιούμαι έχω δικαίωμα: Δικαιούμαι δεκαπενθήμερη άδεια. 3. δικαιώνομαι επαληθεύομαι, αποδεικνύεται το δίκαιό μου: Δικαιώθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»