-
1 διατριβω
1) растирать(ῥίζαν χερσί Hom.)
2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть(κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.)
3) сдерживать, унимать(τὸν χόλον τινός Hom.)
4) откладывать, оттягивать(γάμον Hom.)
5) задерживать(τοὺς πρέσβεις Plut.)
μέ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. — не будем медлить с отъездом6) ( о времени) тратить, проводить(χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.)
7) проводить время(μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὴ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὴ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὴ τοῖς ἰδίοις Isocr.)
διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. — они занимаются другими делами8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.9) пребывать, находиться(ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.)
-
2 διασχιζω
1) раскалывать, расщеплять(ξύλον Arst.; κάλαμος διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ ὀστέον διεσχίσθην Plut.)
2) разрывать(τὸ ἱμάτιον Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.)
3) разделять, разобщатьδιασχισθέντες τρίβῳ Xen. — разделенные тропинкой, т.е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга
См. также в других словарях:
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
επιδιατρίβω — ἐπιδιατρίβω (Α) παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τρίβω «μένω»] … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
λιθοτριψία — Νέα ιατρική τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό ή εστιαζόμενα και συγκεντρωμένα υπερηχητικά κύματα κρούσης. Εφαρμόζεται στην εξωσωματική διάσπαση λίθων που σχηματίζονται κυρίως στο ουροποιητικό σύστημα. Ακολουθείται από έκπλυση με σκοπό την… … Dictionary of Greek
λογοτριβή — η ζωηρή συζήτηση, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + τριβή (< τρίβω), πρβλ. δια τριβή] … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek