-
1 διαφορετικός
[диафорэтикос]εκ. различный, другой, иной,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαφορετικός
-
2 разный
1. (неодинаковый, непохожий) διάφοροςδιαφορετικός2. (не один и тот же, иной, другой) διαφορετικόςανόμοιος3. (разнообразный) ποικίλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разный
-
3 различный
различный διαφορετικός (неодинаковый)' διάφορος, ποικίλος (разнообразный)* * *διαφορετικός ( неодинаковый); διάφορος, ποικίλος ( разнообразный) -
4 разный
разный διάφορος (разнообразный)' διαφορετικός (неодинаковый)* * *διάφορος ( разнообразный); διαφορετικός ( неодинаковый) -
5 рознить
ρ.δ.1. (παλ. κ. απλ.)• (δια)χωρίζω•судьба нас -ит η τύχη μας χωρίζει.
|| ξεχωρίζω (σε μέρη, τεμάχιο:).2. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ποικίλλω.διαφέρω,είμαι διαφορετικός. -
6 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
7 различный
1. (неодинаковый, разный) διαφορετικός 2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различный
-
8 неодинаковый
неодинаковыйприл ἀνισος, ἀνόμοιος / διαφορετικός, διάφορος (различный). -
9 непохожий
непохож||ийприл ἀνόμοιος, διαφορετικός:быть \непохожийим на кого-л. δέν μοιάζω μέ κάποιον это на вас \непохожийе αὐτό δέν · ταιριάζει στό χαρακτήρα σας. -
10 несходный
несхо́д||ныйприл1. (непохожий) ἀνόμοιος, διαφορετικός, διάφορος'2. (о цене) разг ὑπερβολικός, παράλογος. -
11 отличаться
отличать||ся(быть непохожим на других) διακρίνομαι, ξεχωρίζω, εἶμαι διαφορετικός (ἀπό):\отличатьсяся сообразительностью διακρίνομαι γιά τήν ἐφευρετικότητα μου. -
12 отличный
отли́чн||ыйприл1. (различный) уст. διαφορετικός, διάφορος·2. (превосходный) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος / ἄριστος (о работнике и т. п.):у него́ \отличныйое здоровье ἔχει ἐξαίρετη ὑγεία· \отличныйое настроение ἡ πολύ καλή διάθεση. -
13 различный
разли́чн||ыйприл1. (неодинаковый) διαφορετικός, διάφορος:\различныйые мнения о( διάφορες γνώμες·2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος, ποικίλος, ποικιλο-μορφος, πολυειδἡς:самыми \различныйыми способами με τους κιό διαφορετικούς τρόπους. -
14 разноречивый
разноречи́в||ыйприл διαφορετικός, ἀταίριαστος/ ἀλληλοσυγκρουόμενος, ἀντιφατικός (противоречивый):\разноречивыйые слухи (то́лки) οἱ ἀλληλοσυγκρουόμενες φήμες. -
15 разный
разн||ыйприл διάφορος, διαφορετικός, ἀνόμοιος/ ποικίλος (разнообразный):\разныйые сведения οἱ διάφορες ἐΙδήσεις· они \разныйые люди εἶναι διαφορετικοί ἀνθρωποι· \разныйого вида λογής-λογής, παντός είδους, κάθε λογής· в \разныйое время σέ διαφορετικές ὠρες, σέ διαφορετικό χρόνο· под \разныйыми предлогами μέ διάφορες προφάσεις. -
16 неодинаковый
[νιαντινάκαβυϊ] εκ. διαφορετικός, διάφορος -
17 непохожий
[νιπαχόζυϊ] εκ. ανόμοιος, διαφορετικός -
18 отличный
[ατλίτσνυϊ] εκ. διαφορετικός -
19 различный
[ραζλίτσνυϊ] εκ. διαφορετικός -
20 различный
[ραζλίτσνυϊ] εκ. διαφορετικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαφορετικός — ή, ό (Μ ός, ή, όν) αυτός που διαφέρει σε σύγκριση με άλλο, αλλιώτικος … Dictionary of Greek
διαφορετικός — ή, ό επίρρ. ά ο αλλιώτικος, ο ανόμοιος με κάποιον άλλο: Τα δυο δίδυμα έχουν τελείως διαφορετική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πανέξαλλος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) διαφορετικός σε όλα, τελείως διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔξαλλος «ασυνήθιστος, διαφορετικός»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek