-
1 διάφορος
[диафорос] εκ. различныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάφορος
-
2 различный
различный διαφορετικός (неодинаковый)' διάφορος, ποικίλος (разнообразный)* * *διαφορετικός ( неодинаковый); διάφορος, ποικίλος ( разнообразный) -
3 разнообразный
-
4 разный
разный διάφορος (разнообразный)' διαφορετικός (неодинаковый)* * *διάφορος ( разнообразный); διαφορετικός ( неодинаковый) -
5 различный
разли́чн||ыйприл1. (неодинаковый) διαφορετικός, διάφορος:\различныйые мнения о( διάφορες γνώμες·2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος, ποικίλος, ποικιλο-μορφος, πολυειδἡς:самыми \различныйыми способами με τους κιό διαφορετικούς τρόπους. -
6 отличный от нуля
мат. διάφορος του μηδενός (0).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличный от нуля
-
7 различный
1. (неодинаковый, разный) διαφορετικός 2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различный
-
8 разный
1. (неодинаковый, непохожий) διάφοροςδιαφορετικός2. (не один и тот же, иной, другой) διαφορετικόςανόμοιος3. (разнообразный) ποικίλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разный
-
9 вариант
вариантм1. (разновидность) ἡ ίίλλη ἐκδοχή, ἡ ἄλλη ἐρμηνεία;2. (разночтение) ἡ παραλλαγή, ἡ διάφορος γραφή κειμένου, ἡ διττογραφία. -
10 всякий
всяк||иймест.1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:\всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο. -
11 дифференциацияированный
дифференциация||и́рованныйприл διαφοροποιημένος, διάφορος, διαφορικός. -
12 контрастный
контраст||ныйприл ἀντίθετος, διάφορος. -
13 неодинаковый
неодинаковыйприл ἀνισος, ἀνόμοιος / διαφορετικός, διάφορος (различный). -
14 несходный
несхо́д||ныйприл1. (непохожий) ἀνόμοιος, διαφορετικός, διάφορος'2. (о цене) разг ὑπερβολικός, παράλογος. -
15 отличный
отли́чн||ыйприл1. (различный) уст. διαφορετικός, διάφορος·2. (превосходный) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος / ἄριστος (о работнике и т. п.):у него́ \отличныйое здоровье ἔχει ἐξαίρετη ὑγεία· \отличныйое настроение ἡ πολύ καλή διάθεση. -
16 разный
разн||ыйприл διάφορος, διαφορετικός, ἀνόμοιος/ ποικίλος (разнообразный):\разныйые сведения οἱ διάφορες ἐΙδήσεις· они \разныйые люди εἶναι διαφορετικοί ἀνθρωποι· \разныйого вида λογής-λογής, παντός είδους, κάθε λογής· в \разныйое время σέ διαφορετικές ὠρες, σέ διαφορετικό χρόνο· под \разныйыми предлогами μέ διάφορες προφάσεις. -
17 неодинаковый
[νιαντινάκαβυϊ] εκ. διαφορετικός, διάφορος -
18 неодинаковый
[νιαντινάκαβυϊ] επ διαφορετικός, διάφορος -
19 дифференциальный
επ.1. διάφορος•-ая рента διαφορική εγγεια πρόσοδος.
2. (μαθ.) διαφορικός•-ое исчисление διαφορικός συλλογισμός•
-ая геометрия διαφορική ή απειροστική γεωμετρία.
-
20 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάφορος — different masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… … Dictionary of Greek
διάφορος — η, ο αλλιώτικος, διαφορετικός, ποικίλος: Δεν αισθάνομαι καλά για διάφορους λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορώτερον — διάφορος different masc acc comp sg διάφορος different neut nom/voc/acc comp sg διάφορος different adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτων — διάφορος different fem gen superl pl διάφορος different masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατα — διάφορος different adverbial superl διάφορος different neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατον — διάφορος different masc acc superl sg διάφορος different neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρως — διάφορος different adverbial διάφορος different masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορον — διάφορος different masc/fem acc sg διάφορος different neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτη — διάφορος different fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)