-
1 διατηρώ
(ε) μετ.1) хранить; сохранять; удерживать (позиции); поддерживать (связь, отношения);διατηρ την ειρήνη — сохранять мир;
2) поддерживать (материально); содержать (дом, семью и т. п.);1) — сохраниться;διατηρούμαι
διατηρούμαι καλά — хорошо сохраниться;
2) существовать, поддерживать своё существование -
2 διατηρώ
[диатиро] ρ хранить, поддерживать, содержать. -
3 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
4 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
5 ιερός
η, ό [ά, όν ] церк., перен. святой, священный;ιερός καί απαραβίαστος — священный и неприкосновенный;
ιερό καθήκον — святая обязанность, священный долг;
ιερή υποχρέωση — священная обязанность;
ιερά άμφια — церковное облачение;
διατηρώ ιερή τη μνήμη — свято хранить память;
§ Ιερά εξέταση а) (святая) инквизиция; б) пытки (во время допроса);ιερά νόσος — эпилепсия;
ιερόν οστούν анат. — крестец;
ιερά ιστορία — священная история, закон божий;
Ιερή συμμαχία ист. Священный союз;ιερός λόχος — а) ист. отряд добровольцев (созданный Ипсиланти в Молдавии, в начале восстания греков против турецкого ига в 1821 г); — б) студенческий вооружённый отряд
-
6 καθαριότητα
[-ης (-ητος)] η чистота, опрятность;διατηρώ (την) καθαριότητα — соблюдать чистоту
-
7 σύνδεσμος
ο1) связывающий элемент, связующее звено;σύνδεσμοι σιδηροδρομικών ράβδων — рельсовые скрепления;
2) общество, союз;ο έλληνο-σοβιετικός σύνδεσμος — общество греко-советской дружбы;
3) узы;σύνδεσμος φιλίας — узы дружбы;
4) связь, соединение;σύνδεσμος αρθρωτός — карданное соединение; — б) связь, взаимодействие; — контакт;
στενός σύνδεσμος — тесное взаимодействие;
διατηρώ σύνδεσμο — поддерживать связь;
6) грам, союз;7) анат. связка, сухожилие; 9) воен, связной; посыльный -
8 ηθικό
ηθικό τοморальный дух, настроение, моральное состояние, бодрость:ακμαίο ηθικό — высокий моральный дух,
ανακτώ το ηθικό μου — воспрянуть духом,
διατηρώ το ηθικό μου — сохранять бодрость духа,
См. также в других словарях:
διατηρώ — διατηρώ, διατήρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… … Dictionary of Greek
διατηρώ — διατήρησα, διατηρήθηκα, διατηρημένος 1. συντηρώ κάτι: Διατηρεί το σπίτι σε πολύ καλή κατάσταση. 2. διαφυλάττω: Διατήρησε τις αρχές του σε όλη του τη ζωή. 3. διατηρούμαι, συντηρούμε σε καλή κατάσταση: Διατηρείται καλά για την ηλικία του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατηρῶ — διατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek
διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι … Dictionary of Greek
συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek