-
1 ιερ(ο)εξεταστής
ο прям., перен. инквизитор -
2 ιερ(ο)εξεταστικός
η, ό[ν] пр'ям., перен. инквизиторский -
3 ιερ(ο)εξεταστής
ο прям., перен. инквизитор -
4 ιερ(ο)εξεταστικός
η, ό[ν] пр'ям., перен. инквизиторский -
5 ιεραγωγος
-
6 ιερουργεω
(тж. ἱ. τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ NT. и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение -
7 ιερουργια
ион. ἱρουργία, v. l. ἱροεργία и ἱροργία ἥ совершение религиозных обрядов, священный обряд(ἱρουργίαι ἄρρητοι Her.; ἥ περί τι ἱ. Plat.; ἄπυροι ἱερουργίαι Plut.)
ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut. — совершать жертвоприношения -
8 ιερωνυμος
-
9 ιερέ-
см. ιερ(ο)ε\ -
10 ιεροκρίτης
ο см. ιερ(ο)εξεταστής -
11 ιεροκριτικός
η, ό[ν] см. ιερ(ο)εξεταστικός -
12 ιεράρχης
ιεράρχης οиерарх (епископ, митрополит, патриарх);ΦΡ.Τρεις Ιεράρχες οι – οι Άγιοι Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσοστόμος — Три Иерарха – Святые Василий Великий, Григорий Богослов и Иоанн Златоуст:αύριο είναι των Τριών Ιεραρχών — завтра праздник Трех Иерархов (30/12 февраля)
Этим.< ιεράρχης < ίερ(ο)- + -άρχης «священноначальник» -
13 Ιερώνυμος
Ιερώνυμος οИероним –1) Иероним Стридонский, преподобномученик, латинский церковный писатель, святой Православной и Католической Церквей: июнь 15/28;2) мужское имяЭтим.< ιερώνυμος «носящий священное имя» < ιερ(ο) + όνομα
См. также в других словарях:
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
Ἱέρ' — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρ' — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱεραί , ἱερά serpent fem nom/voc pl ἱεραί , ἱεραί filled with fem nom/voc pl ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] … Dictionary of Greek
καθιερουργώ — καθιερουργῶ, έω (Α) (μόνο παθ.) καθιερουρνοῡμαι καθιερεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱερ ουργῶ (< ἱερ ουργός)] … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ζυγοσύνη — ζυγοσύνη, ἡ (Μ) η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ ός + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, ιερ οσύνη)] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιεράγγελος — ἱεράγγελος, ὁ (Α) θεωρός* που ανήγγελλε την έναρξη τής θρησκευτικής πανήγυρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άγγελος] … Dictionary of Greek
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek