-
1 διαστειβω
-
2 διαστείβω
1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων ( διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5. -
3 διαστείβω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστείβω
-
4 διαστείβω
δια-στείβω, hindurchschreiten; τινά, niedertreten
См. также в других словарях:
διαστείβω — (Α) 1. προχωρώ διά μέσου 2. καταπατώ … Dictionary of Greek