-
1 διαμείβων
διαμείβωexchange: pres part act masc nom sg -
2 διαστείβω
1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων ( διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.
См. также в других словарях:
διαμείβων — διαμείβω exchange pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)