-
1 вдевать
-
2 пробивать
пробиватьнесов (делать отверстие) τρυπώ, ἀνοίγω τρύπα/ διατρυπώ, διαπερώ (пробойником, компостером):\пробивать окно́ (дверь) в стене́ ἀνοίγω παράθυρο (πόρτα) στον τοίχο· ◊ \пробивать брешь в чем-л. ἀνοίγω ρήγμα· \пробивать себе дорогу ἀνοίγω δρόμο. -
3 задувать
-
4 насадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. φυτεύω.2. βάζω, θέτω.3. βάζω να καθίσει• τοποθετώ.4. βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε εργαλείο•насадить топор на топорище βάζω στειλιάρι στο τσεκούρι.
|| διαπερώ, τρυπώ, περνώ•-утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί.
5. χώνω, βάζω (από πάνω προς τα κάτω), φορώ. || ράβω•насадить пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
6. βλ. насаждать. || πληρώ, γεμίζω• πληθαίνω. -
5 пронизать
-ижу, -йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронизанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.1. αρμαθιάζω.2. αρμαθιάζω (για ένα χρον. διάστημα)•она -ла бусы целый день αυτή αρμάθιασε χάντρες όλη τη μέρα.
3. διατρυπώ, δια-περώ•пуля -ла его шею насквозь η σφαίρα τον τραυμάτισε διαμπερώς στο λαιμό.
4. μτφ. (για ψύχος) περονιάζω, διαπερώ. || μτφ. διέπω, διαποτίζω• κυριαρχώ. -
6 прошибить
ρ.σ.μ.1. θραύω, σπάζω χτυπώντας.2. (απλ.) διαπερώ, περονιάζω (για ψύχος). || επιδρώ πολύ•его пот -иб τον έκοψε ιδρώτας•
слеза -ла πήγε (έτρεξε) δάκρυ.
См. также в других словарях:
διαπερώ — ( άω) βλ. διαπερνώ … Dictionary of Greek
διαπερῶ — διαπεράω go over pres imperat mp 2nd sg διαπεράω go over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαπεράω go over pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαπεράω go over pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαπεράω go over pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… … Dictionary of Greek
διαπέραμα — (Α) [διαπερώ] πορθμός, θαλάσσιο στενό … Dictionary of Greek
συνδιαπερώ — άω, Α διέρχομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπερῶ «διαβαίνω, διέρχομαι»] … Dictionary of Greek