-
1 вдевать
-
2 наметывать
наметыватьнесов (при шитье) τρυπώνω, βελονιάζω, μαρκάρω. -
3 нанизать
нанизатьсов, нанизывать несов περνώ στή κλωστή, ἀρμαθιάζω, βελονιάζω:\нанизать бусы περνώ χάντρες στήν κλωστή. -
4 нанизать
[νανιζάτ"] ρ. βελονιάζω -
5 нанизать
[νανιζάτ"] ρ βελονιάζω -
6 игла
-ы, πλθ. иглы, игл θ.1. βελόνι, -η•швеиная игла βελόνι, ραψίματος•
машинная игла βελόνι ραπτομηχανής•
патефонная игла βελόνι γραμμοφώνου•
хирургическая игла χειρουργού βελόνι•
вязальная игла βελονάκι πλεξίματος•
вдеть нитку в -у βελονιάζω την κλωστή•
ушко -ы η βελονότρυπα.
2. χο βελονοειδές φύλλο των κωνοφόρων δέντρων. || αγκάθι φυτών και μερικών ζώων•-ы ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου.
3. πυργίσκος, μιναρές, βέλος.εκφρ.морская игла – βλ. игла-рыба. -
7 нитка
-и θ.κλωστή, νήμα•хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•
шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•
вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•
маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•
нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.
|| μτφ. γραμμή.εκφρ.винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω.
См. также в других словарях:
βελονιάζω — βελονιάζω, βελόνιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… … Dictionary of Greek
βελονιάζω — ιασα, ιάστηκα, βελονιασμένος 1. περνώ την κλωστή στη βελόνα: Γέρασα και δε βλέπω να βελονιάσω. 2. ράβω, τρυπώνω: Έλα να βελονιάσεις τον ποδόγυρο. 3. τρυπώ, αγκυλώνω: Δέσε μου το δάχτυλο, γιατί βελονιάστηκα. 4. περνώ κάτι σε ένα νήμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβελόνιαστος — η, ο [βελονιάζω] 1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας 2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή 3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος … Dictionary of Greek
διεκβάλλω — (Α διεκβάλλω) [εκβάλλω] 1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω 2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο αρχ. 1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι 2. περιέρχομαι 3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους 4. πληρώνω… … Dictionary of Greek
τρυπώνω — τρύπωσα, τρυπώθηκα, τρυπωμένος 1. μτβ., κρύβω κάτι, το χώνω κάπου για απόκρυψη, το καταχωνιάζω: Πού το τρύπωσε και δεν το βρίσκω; 2. ράβω κάτι πρόχειρα με αραιές βελονιές, βελονιάζω: Να σου τρυπώσω λίγο το σακάκι; 3. αμτβ., μπαίνω σε τρύπα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)