-
1 диалектический
диалектический διαλεκτικός \диалектическийматериализм о διαλειετικός υλισμός* * *диалекти́ческий материали́зм — ο διαλεκτικός υλισμός
-
2 диалектический
диалект||и́ческийприл филос. διαλεκτικός, διαλεχτικός:\диалектическийи́ческий материализм ὁ διαλεκτικός ὑλισμός. -
3 диалектический
1. επ. διαλεκτικός•диалектический материализм διαλεκτικός υλισμός.
2. επ., παλ. βλ. диалектный. -
4 диалектика
филос. η διαλεκτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диалектика
-
5 диамат
диаматм (диалектический материализм) филос. ὁ διαλεκτικός ὑλισμός. -
6 материализм
материал||измм филос. ὁ ὑλισμός:диалектический \материализм ὁ διαλεκτικός ὑλισμός' исторический \материализм ὁ ἰστορικός ὑλισμός. -
7 диамат
[ντιαμάτ] οοσ. α διαλεκτικός υλισμός -
8 диамат
[ντιαμάτ] ουσ α διαλεκτικός υλισμός -
9 диалектный
επ.διαλεκτικός, της διαλεκτού. -
10 диамат
-а α.διαλεκτικός υλισμός. -
11 материализм
-а α.1. υλισμός, ματεριαλισμός.2. πρακτικό όφελος, ίδιος ωφελιμισμός.εκφρ.диалектический материализм – διαλεκτικός υλισμός•исторический материализм – ιστορικός υλισμός. -
12 областной
επ.περιφερειακός, της περιοχής ή του νομού•областной центр επαρχιακό κέντρο.
|| διαλεκτικός, της διαλεκτού•-ое слово διαλεκτική λέξη.
См. также в других словарях:
διαλεκτικός — conversational masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
διαλεκτικός — ή, ό 1. ο ικανός συζητητής, αυτός που διαθέτει το χαρακτηριστικό της διαλεκτικής ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Μ’ αρέσει να συζητώ με τον πατέρα μου, γιατί είναι άνθρωπος διαλεκτικός. 2. αυτός που έχει σχέση με κάποια διάλεκτο, ιδιωματικός: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτικά — διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc pl διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc/acc dual διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτερον — διαλεκτικός conversational adverbial comp διαλεκτικός conversational masc acc comp sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικῶν — διαλεκτικός conversational fem gen pl διαλεκτικός conversational masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικόν — διαλεκτικός conversational masc acc sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατα — διαλεκτικός conversational adverbial superl διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατον — διαλεκτικός conversational masc acc superl sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαῖς — διαλεκτικός conversational fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαί — διαλεκτικός conversational fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)