-
1 διαλεκτικος
-
2 διαλεκτικός
η, ό[ν]1) диалектический;διαλεκτικός υλισμός — диалектический материализм;
2) линвг. диалектный, диалектальный -
3 ενστατικος
31) оказывающий сопротивление(ζῷα πρᾶα καὴ οὐκ ἐνστατικά Arst.)
2) встречный, препятствующий(πνεύματα Plut.)
3) выдвигающий частые возражения, придирчивый(ὅ διαλεκτικός Arst.)
ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. — неистощимый в возражениях -
4 προτατικος
-
5 συνοπτικος
3охватывающий все своим взором, способный все обозреть(ὅ διαλεκτικός Plat.)
-
6 υλισμός
ο филос, материализм;διαλεκτικός (ιστορικός,, χυδαίος) υλισμός — диалектический (исторический, вульгарный) материализм
См. также в других словарях:
διαλεκτικός — conversational masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
διαλεκτικός — ή, ό 1. ο ικανός συζητητής, αυτός που διαθέτει το χαρακτηριστικό της διαλεκτικής ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Μ’ αρέσει να συζητώ με τον πατέρα μου, γιατί είναι άνθρωπος διαλεκτικός. 2. αυτός που έχει σχέση με κάποια διάλεκτο, ιδιωματικός: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτικά — διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc pl διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc/acc dual διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτερον — διαλεκτικός conversational adverbial comp διαλεκτικός conversational masc acc comp sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικῶν — διαλεκτικός conversational fem gen pl διαλεκτικός conversational masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικόν — διαλεκτικός conversational masc acc sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατα — διαλεκτικός conversational adverbial superl διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατον — διαλεκτικός conversational masc acc superl sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαῖς — διαλεκτικός conversational fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαί — διαλεκτικός conversational fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)