Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δηρόν

См. также в других словарях:

  • δηρόν — επίρρ. βλ. δηρός …   Dictionary of Greek

  • δηρόν — δηρός long masc acc sg δηρός long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • deu-3, deu̯ǝ-, du̯ā-, dū- —     deu 3, deu̯ǝ , du̯ā , dū     English meaning: to move forward, pass     Deutsche Übersetzung: 1. ‘sich räumlich vorwärts bewegen, vordringen, sich entfernen”, out of it Lateer 2. “zeitliche Erstreckung”     Material: O.Ind. dū rá ḥ “remote,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • давеча — нареч., диал. даве недавно , укр. давi, др. русск., ст. слав. давѣ когда нибудь, недавно (Супр.), словен. davė сегодня утром , н. луж. dejeto, стар. dajto прежде (из *davě to). Родственно греч. δήν, эл. δά̄ν (из *δά̄ν), δηθά, δηρόν, дор. δΒ̄ρόν …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Iliad — The Iliad (Greek: Ἰλιάς [iliás] (Ancient), Ιλιάδα [ili aða] (Modern)) is, together with the Odyssey , one of two ancient Greek epic poems traditionally attributed to Homer. The poem is commonly dated to the late 9th or to the 8th century BC… …   Wikipedia

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • PERIEGESIS — Graece Περιήγησις, Crinagorae in Epigramm. dicitur Ι῞ςτωρ κύκλος, narratio videl. quae singulas provinciae unius regiones, urbes et loca ordine exsequitur ac describit, nihilque intactum relinquens, minima maxima circumvehitur; cui respondent in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… …   Dictionary of Greek

  • σκοπιάζω — Α [σκοπιά] (ποιητ. τ.) 1. παρατηρώ από ψηλό τόπο, κατοπτεύω 2. (γενικά) κοιτάζω («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», Ομ. Οδ.) 3. κατασκοπεύω κάποιον 4. (για όμιλο λάτρεων τής Ίσιδος) προσέχω μήπως φανεί κοπάδι ψαριών 5. μέσ. σκοπιάζομαι έχω τον νου… …   Dictionary of Greek

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»