Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δαμαῖος

См. также в других словарях:

  • Δαμαῖος — Horse Tamer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαίος — ο (Α Δαμαῑος) νεοελλ. βιολ. γένος ακάρεων αρχ. Δαμαῑος επίκληση τού Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι*] …   Dictionary of Greek

  • Δαμαῖοι — Δαμαῖος Horse Tamer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίου — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίων — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίῳ — Δαμαῖος Horse Tamer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»