-
1 δαιμονιως
1) божеским определением, по воле божества(οὐκ ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ δ. Aeschin.)
2) необыкновенно, поразительно, чрезвычайно(ἐπιθυμεῖν ποιεῖν τι Arph.; δ. φιλότιμος Plut.)
δαιμονιώτατα ἀποθνήσκειν Xen. — умереть крайне загадочной смертью -
2 δαιμονίως
δαιμόνιοςof: adverbialδαιμόνιοςof: masc acc pl (doric)δαιμόνιοςof: adverbialδαιμόνιοςof: masc /fem acc pl (doric) -
3 δαιμονια
-
4 δαιμόνιος
δαιμόνιος, auch 2 End., Aesch. Spt. 873; Lys. 6, 32 u. Sp., wie Hdn. 1, 9; a) bei Hom. nur Anrede im vocat., δαιμόνιε, Iliad. 6, 407, δαιμονίη, 6, 486, δαιμόνιοι, Odyss. 4, 774. 18, 406, als Ausdruck des Staunens über etwas Außerordentliches, über die menschliche Natur Hinausgehendes u. Einwirkung eines göttlichen Wesens Verrathendes; sowohl bewundernd als in tadelndem Sinn: Verblendeter, Heilloser, Unseliger, Il. 6, 826. 9, 40 u. sonst. Vgl. Scholl. Iliad. 2, 190 und Lehrs Aristarch. 158. Sogar die Hera wird Il. 1, 561. 4, 31 vom Zeus, u. Aphrodite 3, 399 von der Helena so angeredet. Mit einem genitiv., δαιμόνιε ξείνων Od. 14, 443; δαιμόνιε ἀνδρῶν Her. 7, 48; letzteres, wie oft bei Att., ironisch: Wunderlicher, Sonderbarer; doch auch schmeichelhafte Anrede, Ar. Lys. 883 Ran. 44; vgl. Plat. Gorg. 489 d Theaet. 180 b. – b) von Pind. an, was von einer Gottheit verhängt ist, von ihr herrührt, sowohl glücklich als unglücklich, z. B. πούς, glücklicher Fuß, Pind. Ol. 6, 8; κίων, göttlicher, 8, 27 u. öfter; so Tragg., ἄχη Aesch. Pers. 573; τέρας Soph. Ant. 372; ὁρμή Her. 7, 18; φέρειν χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως, τά τε ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως Thuc. 2, 64; Ggstz τὰ ἀνϑρώπεια Xen. Mem. 1, 1, 12; σοφία Plat. Crat. 396 d; μηχανή Soph. 266 b; πράγματα Apol. 27 c; τύχη, unglücklich, Hipp. mai. 304 b; ἀνάγκη Lys. 6, 32; δαιμονίᾳ τινὶ καὶ ϑείᾳ εὐεργεσίᾳ Dem. 2, 1; – δαιμονίᾳ, durch göttliches Geschick, Pind. Ol. 9, 110, wie δαιμονίως, im Ggstz von ἀνϑρωπίνως, Aesch. 3, 133; δαιμ ονιώτατα ϑνήσκει, sehr glücklich, Xen. Hell. 7, 4, 3. – c) übh. anßerordentlich, σοφὸς δ. ἀνήρ Plat. Conv. 203 a; δαιμόνιος τὴν σοφίαν, von übermenschlicher Weisheit, 25 e; Ar. Pl. 675; ἐσπουδακὼς περί τι Aesch. 1, 41, u. sonst; ebenso δαιμόνια Ar. Pax 585.
-
5 ὑπ-ωπιάζω
ὑπ-ωπιάζω, Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
-
6 πούς
1 footaὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95
εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65
ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15
πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36
ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114
δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 ( αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ... σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.b foot of a hill.Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36
Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54
c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
esp., c. prep.,γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60
καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
-
7 δάϊος
δάϊος, [var] contr. [full] δᾷος, α, ον, [dialect] Dor. for [dialect] Ep. [full] δήιος ([var] contr. [full] δῆος Thgn. 552b), η, ον: also [full] δάϊος, ον, E.Tr. 1301 (lyr.), HF 915 (lyr.) (Trag. always use the [dialect] Dor.form): ([etym.] δαίω Α):—A hostile, destructive, Hom.only in Il.,δηΐου ἐκ πολέμου 7.119
;δ. ἄνδρα 6.481
: esp. as epith. of πῦρ, burning, consuming, 8.181, al.; enemies,Pi.
N.8.28, A.Ag. 559;λάφυρα δάων Id.Th. 278
(dub.l.);φόβημα δαΐων S.OC 699
(lyr.): in sg., fighting man, Ar.Ra. 1022; alsoδάου μάχας S.Ichn.239
; hostile,Ar.
Nu. 335 (=[Philox.]18 (anap.));ἔπιτε δαΐαν ὁδόν Ar.Ra. 897
(lyr.). -
8 σαπρός
A rotten, putrid, Hippon.23, Hp.Oss.13; of the lungs, diseased, Id.Morb.1.13; of bone, carious, Id.Fract.33; of wood, etc., rotten, ;βύρσα Id.V.38
; πινακίσκος, φορμός, σχοινίον, Id.Pl. 813, 542, V. 1343;ἱμάς Men.109.4
; τοῦ διατειχίσματος ἀνελόντι τὰ ς. IG22.1672.24; of a house, σ. καὶ ῥέουσα καὶ καταπίπτουσα Telesp.27 H.;ἐλαῖαι Thphr.HP4.14.10
: prov.,σαπροῦ πείσματος ἀντιλαβέσθαι Thgn.1362
: esp., of fish that have been long in pickle, stale, rancid, ; opp. πρόσφατος, Antiph. 218.4, cf. 125.6; of withered flowers, D.22.70. Adv., - ρῶς λούει τὰ βαλανεῖα so as to leave one filthy, Arr.Epict.2.21.14.II generally, stale, worn out,ἀρχαῖον καὶ σαπρόν Ar.Pl. 323
; of clothes, PGiss.26.6 (ii A.D.). Adv., - ῶς (perh. misspelt for - ός) περιπατῶ I am walking about in rags, BGU846.9 (ii A.D.).2 of persons, γέρων ὢν καὶ ς. Ar. Pax 698; ὦ σαπρά, to an old woman, Id.Ec. 884, Hermipp. 10; so ; οὐδέν ἐσμεν οἱ ς. Eup.221;σ. γυναῖκα.. ὁ τρόπος εὔμορφον ποιεῖ Philem.170
.3 of wine, mellow (cf. σαπρίας), Eup.442, cf. Philyll.24;τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά Ar.Pl. 1086
; of old wine,ὀδόντας οὐκ ἔχων, ἤδη σαπρὸς.., γέρων γε δαιμονίως Alex.167.4
.4 εἰρήνη σαπρά, a joke παρὰ προσδοκίαν, Ar. Pax 554.5 metaph., unsound, bad,λόγος Ep.Eph.4.29
; opp. καλός, Vett.Val.36.30, cf. PSI4.312.13 (iv A.D.);ἄρουραι PGiss.13.22
(ii A.D.);τὰ σ. ταῦτα Arr.Epict.3.16.7
;ὡς σ. καὶ κίβδηλος ὁ λέγων.. M.Ant.11.15
, cf. Sammelb.5761.23 (i A.D.), PSI6.717.4 (ii A.D.); τὴν σ. εἱμαρμένην the evil fate, PMag.Leid.W.14.38. -
9 τύχη
τύχη [pron. full] [ῠ], ἡ, [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (Aτεύχω, τυγχάνω A. 1.2
):—the act of a god,τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67
; ;τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53
; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;θείῃ τύχῃ Hdt.1.126
, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a
;θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e
;ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326
;δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e
;πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196
; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c
: (lyr.);ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351
(troch.);δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728
(lyr.);τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37
.b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48
;τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485
; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a
: also pl.,ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511
.II regarded as an agent or cause beyond human control:1 fortune, providence, fate,πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16
;ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426
;ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15
;μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a
; ;ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93
: personified,Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2
;Τ. Σωτήρ A. Ag. 664
, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62
, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506
, cf. 505;Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139
.2 chance, regarded as an impersonal cause,τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b
; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined asαἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281
; ;τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281
, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287
;τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5
; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977
; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1
, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2
, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d
; , R. 499b, etc.;διὰ τύχην Isoc.4.132
, 9.45;δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29
;κατὰ τύχην Th.3.49
, X.HG3.4.13;τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785
, cf. D.4.45.III regarded as a result:1 good fortune, success,δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5
;μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130
;τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10
.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33
;σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48
, cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;τύχᾳ Pi.N.10.25
, E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077
: c. gen. rei,Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115
.2 ill fortune,τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317
; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16
; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653
;τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380
, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61
;πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34
; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236
;ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377
;φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024
: c. gen. rei,κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24
. 22.4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d
; freq. in prayers and good wishes,εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]
; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1
, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c
;ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18
;τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120
, Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675
, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40
; alsoἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869
, cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; alsoτύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4
;ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119
: with κακός or equivalent words,τ. παλίγκοτος A.Ag. 571
;ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328
;ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323
;τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438
; ;ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471
, cf. Th.5.102;ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e
;ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16
.5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2
;θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72
;ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980
;κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31
;ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32
;πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11
;τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1
;τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255
.IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157
;ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26
;νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29
: personified,θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34
(Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, (Halic., iii B.C.);διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8
(i B. C.);νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14
;ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19
(ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. theἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21
(iii A. D.).2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).3 position, station in life,ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258
;πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184
, 198,204 ([place name] Panamara);οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48
; ;οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5
(iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1
,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.V Astrol. uses:VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44. -
10 ἀγγελικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγελικός
-
11 ὑπερφυής
I literally, growing above the ground, Dsc.4.73, Luc.Lex.6; growing higher than the rest,οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100
.2 overgrown, enormous, (troch.);λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος Hdt. 2.175
, cf. Ar. Pax 229, Pl. 734;ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.Cael. 291a21
.II without a distinct sense of bulk, monstrous, extraordinary, in good and bad sense,ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Hdt.9.78
;ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116
;ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.Nu.76
;ὑ. τέχνη Id.Eq. 141
; πῶς οὐχ ὑπερφυές; is it not most strange? D.29.14; κἀκεῖν' ὑ., εἰ .. Isoc.17.30; τὸ δὲ πάντων -έστατον, ὅτι .. Lys.27.12, cf. Ar. Th. 831 (troch.): freq. joined with a relat.,ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Id.Pl. 750
;ὑπερφυεῖ τινι.. ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Pl.Grg. 477d
: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑ. ib. 467b;δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑ. D.21.88
, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al.2 [comp] Sup. -έστατος, as an honorific title, Stud.Pal.20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit.,ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία PMasp. 2i 1
(vi A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφυής
-
12 Divinely
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Divinely
См. также в других словарях:
δαιμονίως — επίρρ. βλ. δαιμόνιος … Dictionary of Greek
δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
бѣсовьно — (1*) нар. к бѣсовьныи: вѣдоуни˫а же... ||...волхвоующе и пр҃рчьствоующе бѣсовно. (δαιμονίως) ГА XIII XIV, 108в г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CRETA — I. CRETA Herodoto, l. 2. ubi de more Aegyptiorum Sacerdotum, quem in probando bove sacrificiis apto solebant usurpare, γῆ σημαντρὶς dicta est, quod eâ literas signari antiquissimis temporibus in usu fuit. Servius, ad illud l. 6. Aen. v. 321.… … Hofmann J. Lexicon universale
υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… … Dictionary of Greek