Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δάφναν

См. также в других словарях:

  • Δάφναν — Δάφνᾱν , Δάφνη sweet bay fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφναν — δάφνᾱν , δάφνη sweet bay fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευερνής — εὐερνής, ές (Α) 1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.) 3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»