-
1 γλώσσα
I η1) анат. язык;γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;
δείχνω τη γλώσσα — показывать язык (врачу);
βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);
2) язык, речь;μητρική γλώσσα — родной язык;
ξένη γλώσσα — иностранный язык;
ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;
λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;
γλώσσα γραφομένη — письменная речь;
ομιλούμενη γλώσσα — разговорный язык (в противоположность письменному языку);
απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;
ιδιωματική γλώσσα — диалект;
αδελφές γλώσσες — родственные языки;
δημοτική (γλώσσ) — димотика;
μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;
(γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;
μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;
ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;
3) перен. язык, язычок;γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;
γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;
γλώσσα νήζ — коса (шиш);
γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;
γλώσσα καμπάνας — язык колокола;
γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;
§ κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;
όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;
γλώσσα σπαθί — острый язык;
έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;
γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;
πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;
έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;
η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;
του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;
λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;
του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;
μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;
με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;
ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);
δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;
δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;
δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;
μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;
με τη γλώσσα εξω — высунув язык;
μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;
γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;
λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой
γλώσσα2II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба) -
2 ανωμοτος
21) не поклявшийся, не давший клятвы Plat., Arst., Dem.ἡ γλῶσσ΄ ὀμώμοχ΄, ἥ δὲ φρέν ἀ. Eur. — поклялись уста, но душа клятвой не связана
2) не освященный клятвой(εἰρήνη Dem.)
-
3 γλωσσαλγια
-
4 γλωσσαργια
-
5 υπερβαλλω
эп.-ион. тж. ὑπειρβάλλω, ион. ὑπερβαλέω тж. med.1) перекидывать дальшеὑ. τι Hom. — перебрасывать (копье) через что-л.;
δουρὴ ὑπερβαλεῖν τινα Hom. — победить кого-л. в копьеметании2) выбегать дальше, забегать вперед(οἱ κύνες ὑπερβάλλουσι Xen.)
3) опережать, перегонятьὑπερβαλεῖν φρυάγμαθ΄ ἱππικά Soph. — промчаться мимо храпящих коней (соперника);
ὑ. τοῖς χρήμασι Her. — предлагать все большую цену;4) переходить, пересекать(γῆς ὅρους Eur.; τὰς Ἄλπεις Plut.)
5) обходить, миновать(τέν ἄκραν Thuc.)
6) переходить, вступать, проникать(ἐς τέν Μακεδονίην Her.)
ὑ. κατὰ λόφους ἐκ τοῦ ἐναντίου Xen. — занимать обратные скаты холмов7) литься через край, разливатьсяοἱ λέβητες ἔζεσαν καὴ ὑπερέβαλον Her. — котлы закипели, и (вода) полилась через край;
ἢν ὑπερβάλῃ πόντος Eur. — когда разбушуется море8) наводнять, затоплять(ὅ ποταμὸς ὑπερέβαλε τὰς ἀρούρας Her.)
9) выходить за пределы, переходить меруδέδοικα μή σου γλῶσσ΄ ὑπερβάλῃ κακοῖς Eur. — боюсь, не сказал бы с горя твой язык лишнего;
ὑ. τῇ μοχθηρίᾳ Plut. — не знать меры в своей порочности;ὑπερβαλλόντων τῶν κακῶν Thuc. — ввиду множества бедствий;ὑ. τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν Plut. — быть безрассудно честолюбивым;ὅ ἥλιος ὑπερβάλλων Her. — беспощадно палящее солнце10) преобладать, перевешиватьὑ. πρός τι Arst. — преобладать (численно) над чем-л. (ср. 13)11) тж. med. превосходить, превышатьὑ. τινά τινι Xen., Plat.; — превосходить кого-л. чем-л. (в чём-л);
μήθ΄ ὑ. μητ΄ ἀπολείπειν Hes. — не быть ни выше, ни ниже;τὸ τέν τοῦ μετρίου φύσιν ὑπερβάλλον καὴ ὑπερβαλλόμενον ὑπ΄ αὐτῆς Plat. — превышение естественной нормы и превышаемое ею, т.е. отклонения от нормы в ту и другую сторону;τὰ ὑπερβάλλοντα τὰ ἱκανά Xen. — излишества;ὑπερβαλεῖν τὸν χρόνον Xen. — просрочить время;ἔτεα εἴκοσι καὴ ἐκατὸν ὑ. Her. — жить дольше 120 лет;πλήθεϊ ὑπερβαλλόμενος Her. — обладая численным превосходством12) med. одолевать, осиливать(τινα Her.; μάχῃ ὑπερβαλεῖν τινα Eur.)
13) выдаваться, отличатьсяἙλλήνων ὑπερεβάλοντο ἀρετῇ Λακεδαιμόνιοι Her. — среди греков отличались (своей) храбростью лакедемоняне14) med. откладывать, медлитьὑπερβάλλεσθαί τι Her. — откладывать что-л., медлить с чем-л.;
ἢν ὑπερβάλωνται κείνην τέν ἡμέραν συμβολέν μέ ποιεύμενοι Her. — если (персы) проведут этот день без сражения;εἰσαῦθις ὑπερβαλέσθαι Plat. — отложить до другого раза - см. тж. ὑπερβάλλων
См. также в других словарях:
γλῶσσ' — γλῶσσι , γλάζω sing aloud fut part act masc/neut dat pl (epic) γλῶσσα , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg γλῶσσαι , γλῶσσα tongue fem nom/voc pl γλῶσσαι , γλῶσσα tongue fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) … Dictionary of Greek
-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ … Dictionary of Greek
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
-αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… … Dictionary of Greek
-αινα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ανδρωνυμικών κυρίως ονομάτων τής ΝΕ (πρβλ. Γιώργης Γιώργ αινα, Κώστας Κώστ αινα, Βασίλης Βασίλ αινα κ.τ.ό., καθώς και γιατρός γιάτρ αινα, τσαγγάρης τσαγγάρ αινα, σταθμάρχης σταθμάρχ αινα κ.τ.ό.), που δηλώνουν τη σύζυγο… … Dictionary of Greek
-ακας — Γλωσσ. βλ. άκι … Dictionary of Greek
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
-αλάς — Γλωσσ. κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. αράς < άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε άλα ή αρσ. σε αλος με την κατάληξη… … Dictionary of Greek