Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

απλή

  • 1 απλός

    η, ό
    1) простой, несложный;

    απλό πρόβλημα — простая задача;

    απλή μέθοδος — простой метод;

    απλή πρόταση — простое предложение;

    2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;

    σε απλό χαρτί — на простой бумаге;

    εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;

    3) простодушный, наивный;
    4) простой, скромный;

    απλό δώρο — скромный подарок;

    απλή ζωή — скромная жизнь;

    5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;

    απλό ύφος — простой стиль речи;

    απλοί τρόποι — простота обращения;

    § απλή επιστολή — простое письмо;

    απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);

    απλός πολίτης — простой гражданин;

    μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απλός

  • 2 αναπαραγωγή

    η
    1) воспроизведение, воссоздание; 2) размножение; 3) разведение, выращивание;

    τα όργανα αναπαραγωγήης — органы размножения;

    4) эк воспроизводство;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπαραγωγή

  • 3 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 4 γνωριμία

    γνωριμιά η
    1) знакомство;

    τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;

    έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;

    έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;

    κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;

    2) ознакомление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωριμία

  • 5 περιέργεια

    η любопытство; пытливость; интерес;

    από απλή περιέργεια' — из чистого любопытства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιέργεια

  • 6 φυλάκιση

    [-ις (-εως)] η, φυλάκισμα τό
    1) заключение (в тюрьму, под стражу); 2) тюремное заключение; 3) юр. тюремное заключение от трёх дней до пяти лет; 4) воен, арест (вид взыскания);

    απλή φυλάκισ — простой арест;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυλάκιση

См. также в других словарях:

  • ἁπλῆ — ἁπλόος twofold fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλῇ — ἁπλόος twofold fem dat sg (attic epic) ἁπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλή — ἁπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ἁπλῆι — ἁπλῇ , ἁπλόος twofold fem dat sg (attic epic) ἁπλῇ , ἁπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτής — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… …   Dictionary of Greek

  • αναλύτης — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… …   Dictionary of Greek

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • νήμα στάθμης — Απλή συσκευή που χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη διεύθυνση της βαρύτητας σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο. Αποτελείται από ένα βαρύ τεμάχιο (συνήθως μολύβδου) το οποίο κρεμάται στην άκρη ενός νήματος. Αν στερεώσουμε τη μια άκρη του νήματος και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»