-
1 πανί
τό1) полотно; ткань;γίνομαι σαν το πανί — бледнеть;
2) тряпка;3) пелёнка; 4) парус;βάρκα με πανί — парусная лодка;
5) экран;§ κάνω ( — или σηκώνω) πανίά — отплывать, отчаливать;
σηκώνομαι στα πανίά — а) стоять под парусами, готовиться к отходу, отчаливанию; — б) перен. собираться уходить, отчаливать;
στέκομαι στα πανίά — быть в готовности, быть начеку;
μένω πανί με πανί — оставаться без грошо, оказываться на мели;
ενα πανί είναι όλοι τους — они из одного теста сдёланы, одного поля ягода
-
2 Πανί
Πᾱνί, Πάνmasc dat sg -
3 πανί
[пани] ουσ. о. полотно, холст, кусок материи, тряпка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πανί
-
4 πανί
[пани] ουσ ο полотно, холст, кусок материи, тряпка. -
5 πανί
едроГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πανί
-
6 πανί
1) cloth2) sailΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πανί
-
7 τουλ(ου)πάνι
το косынка -
8 τουλ(ου)πάνι
το косынка -
9 Του δίνω το πανί
• Скатертью дорожкаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Του δίνω το πανί
-
10 πανίμερον
πανί̱μερον, πανίμεροςall-lovely: masc /fem acc sgπανί̱μερον, πανίμεροςall-lovely: neut nom /voc /acc sg -
11 πανίμερος
πανί̱μερος, πανίμεροςall-lovely: masc /fem nom sg -
12 yelken
πανί, ιστίο -
13 полотно
полотн||о́с1. ἡ ὀθόνη, τό πανί:суровое \полотно τό ἀλεύκαντο πανί· камчатное, узорчатое \полотно ὑφασμα λινόν, δαμασκηνό[ν]· льняное \полотно τό λινό· штапельное \полотно στα·· μπατο πανί· шелковое \полотно τό μεταξωτό ὑφασμα· бледный как \полотно ὠχρός σάν τό κερί·2. ж.-д. ἡ σιδηροδρομική γραμμή·3. тех.:\полотно пилы ἡ λάμα τοῦ πριονιοῦ·4. жив. ὁ πίνακας. -
14 холст
холстм1. τό πανί, τό λινόπανο; небеленый \холст τό ἀλεύκαντο πανί· деревенский \холст τό χοντρόπανο· писать на \холсте ζωγραφίζω στό πανί·2. (картина) ὁ πίνακας. -
15 полотно
-а, πλθ. полотна-тен, -тнам, ουδ.1. ύφασμα, πανί, οθόνη•суровое полотно χο-ντροειδές ύφασμα•
шёлковое полотно μεταξωτό ύφασμα•
белое полотно άσπρο πανί.
2. εικόνα (ζωγραφισμένη σε πανί). || μτφ. (φιλγ.) έκταση πλατιά.3. (τεχ.) λωρίδα, ταινία, κορδέλα.4. επίστρωση δρόμων.5. βλ. полотнище (2, 3 σημ.). -
16 брезент
-
17 парус
-
18 полотно
-
19 холст
-
20 домотканый
домоткан||ыйприл ὑφασμένος στό σπίτι:\домотканыйое полотно πανί ὑφασμένο στό σπίτι, πανί ὑφασμένο στον ἀργαλειό.
См. также в других словарях:
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
πανί — το (λ. λατ.) 1. ύφασμα λινό ή βαμβακερό: Πανί χοντρό, πανί γερό, πανί καλά φασμένο. 2. κομμάτι υφάσματος: Πάρε ένα πανί και σκούπισε τα παπούτσια. 3. ειδικά ραμμένο ύφασμα για ρούχο βρέφους, σπάργανο: Τα πανιά του μωρού πρέπει να είναι καθαρά. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πανί — Πᾱνί , Πάν masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίμερον — πανί̱μερον , πανίμερος all lovely masc/fem acc sg πανί̱μερον , πανίμερος all lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίμερος — πανί̱μερος , πανίμερος all lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κεφαλοπάνι — το κεφαλόδεμα*, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο πάνι, τυφλο πάνι] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale