Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαυσός

См. также в других словарях:

  • γαυσός — γαυσός, ή, όν και γαῡσος, α, ον (Α) κυρτός, στραβός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαυσός (από ρ. *g∂u/γαυ «κούφιος, στρογγυλός») έχει σχηματισμό ανάλογο προς τα επίθ. σε σός, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός «στρεβλός», λοξός, φοξός… …   Dictionary of Greek

  • γαυσός — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦσος — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυσόν — γαυσός crooked masc acc sg γαυσός crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυσότεροι — γαῦσος crooked masc nom/voc comp pl γαυσός crooked masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦσον — γαῦσος crooked masc acc sg γαῦσος crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦσα — γαῦσος crooked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… …   Dictionary of Greek

  • γαυσοί — γαυσόομαι to be bent pres subj mp 2nd sg γαυσόομαι to be bent pres ind mp 2nd sg γαυσός crooked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) —     gēu , gǝu , gū (*sgēu )     English meaning: to bend, curl; a kind of vessel     Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben”     Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»