Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλαίσωσις

См. также в других словарях:

  • βλαίσωσις — retorting of a dilemma fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα …   Dictionary of Greek

  • βλαισώσεως — βλαισώσεω̆ς , βλαίσωσις retorting of a dilemma fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»