-
1 γελάω
γελάω, γελόω, part. γελόωντες, γελώοντες, ipf. 3 pl. γελώων, aor. (ἐ) γέλα(ς)σεν, 3 pl. γέλα(ς)σαν, part. γελά(ς)σᾶς: laugh, ἡδύ, ‘heartily;’ ἁπαλόν, ἀχρεῖον, δακρυόεν, χείλεσιν, only ‘with the lips,’ i. e. not from the heart, Il. 15.101; fig., γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν | χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Il. 19.362; ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ‘laughed within me,’ Od. 9.413.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γελάω
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek