-
1 γελάω
γελάω, γελόω, part. γελόωντες, γελώοντες, ipf. 3 pl. γελώων, aor. (ἐ) γέλα(ς)σεν, 3 pl. γέλα(ς)σαν, part. γελά(ς)σᾶς: laugh, ἡδύ, ‘heartily;’ ἁπαλόν, ἀχρεῖον, δακρυόεν, χείλεσιν, only ‘with the lips,’ i. e. not from the heart, Il. 15.101; fig., γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν | χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Il. 19.362; ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ‘laughed within me,’ Od. 9.413.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γελάω
-
2 νύχτα
1. η1) ночь;λευκές νύχτες — белые ночи;
εφιαλτική νύχτα — кошмарная ночь;
όλη τη νύχτα — всю ночь напролёт;
τη νύχτ — ночью;
καλή νύχτ! — спокойной ночи!;
2) темнота;§ σαν η μέρα από τη νύχτα — как день и ночь (различаться между собой);
νύχτα καί μέρα — ночью и днём, всё время;
2. επίρρ. ночью;μιά ώρα νύχτα — час ночи;
νύχτμέρα — или μέρανύχτα — день и ночь, денно и нощно;
κάνει τη νύχτα -μέρα — он работает день и ночь;
§ της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά — погов, утро вечера мудренее
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
Despina Vandi — Δέσποινα Βανδή Vandi performing at BOOM in Thessaloniki on 24 March 2007. Background information Birth name Despina M … Wikipedia
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek