-
61 rinse
[rins] 1. verb1) (to wash (clothes etc) in clean water to remove soap etc: After washing the towels, rinse them (out).) ξεπλένω, ξεβγάζω2) (to clean (a cup, one's mouth etc) by filling with clean water etc and then emptying the water out: The dentist asked me to rinse my mouth out.) ξεπλένω2. noun1) (the act of rinsing: Give the cup a rinse.) ξέπλυμα2) (a liquid used for changing the colour of hair: a blue rinse.) αραιωμένη βαφή -
62 warpaint
noun (paint applied to the face etc by the people of some primitive societies before going into battle.) πολεμική βαφή προσώπου -
63 краситель
[κρασίτιλ'] ουσ. α. βαφή -
64 краска
[κράσκα] ουσ. θ. μπογιά, βαφή -
65 раскраска
[ρασκράσκα] ουσ. θ. βαφή -
66 δοκιμάζω
+ V 0-1-10-12-13=36 JgsA 7,4; Jer 6,27(bis); 9,6; 11,20to assay, to test, to prove [τι] Prv 8,10; id. [τινα] Sir 31,10; to put to a test, to make trial of [τινα] Ps 65(66),10; to verify [τι] Wis 2,19; to discern [τι] Jb 34,3; to approve [τι] 2 Mc 4,3κάμινος δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ the furnace tests the (quality of) iron by dipping Sir 31,26*Jer 6,27 δεδοκιμασμένοις tried, tested-מבצר בצר? for MT מבצר fortification; *Ps 67(68),31 δεδοκιμασμένους tested, proved-צרף for MT רצי/ב רצץ? crushing; *Prv 17,3 ὥσπερ δοκιμάζεται as (silver and gold) are tried-צרף/כ for MT מצרף crucibleCf. SPICQ 1982, 157-161; →NIDNTT; TWNT(→ἀποδοκιμάζω,,) -
67 κάμινος
-ου + ἡ N 2 4-0-4-43-11=62 Gn 19,28; Ex 19,18; Nm 25,8; Dt 4,20;Is 48,10κάμινος σιδηρά iron furnace Dt 4,20; κάμινος δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ the furnace tests the (quality of) iron by dipping Sir 31,26Cf. DOGNIEZ 1992 139-140(Dt 4,20); DORIVAL 1994, 463 -
68 краситель
[κρασίτιλ'] ουσ α βαφή -
69 краска
[κράσκα] ουσ θ μπογιά, βαφή -
70 раскраска
[ρασκράσκα] ουσ θ βαφή -
71 желть
-и а.1. κίτρινη βαφή.2. (απλ.) κιτρινάδα. -
72 индиго
ουδ. άκλ. κυανή βαφή, λουλάκι, ινδικό, ινδικοφόρα η βαφική (φυτό). -
73 кошениль
-и θ.ύσγινο (έντομο). || βαφή κόκκινη. -
74 краситель
-я α.βαφή (ουσία). -
75 красить
крашу, красишьρ.δ.1. βάφω•платье βάφω το φόρεμα•
красить яйца βάφω αυγά.
|| χρωματίζω, μπογιατίζω•красить дверь χρωματίζω την πόρτα.
2. αμ. βάφομαι•эта кофта -ит αυτή η μπλούζα βάφεται (την πιάνει η βαφή).
3. ομορφαίνω, στολίζω, κοσμώ•не место -ит человека, а человек место δεν ομορφαίνει η θέση τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τη θέση.
βάφομαι. || χρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.φτιασιδώνομαι. -
76 краска
краска 1-и θ.1. βαφή, χρώμα, μπογιά•масленые -и ελαιοχρώματα, λαδομπογιές•
анили— новые -и χρώματα ανιλίνης•
акварлые -и υδροχρώματα, νερομπογιές•
типографическая τυπογραφική μελάνη•
осенние -и τα φθινοπωρινά χρώματα•
писить мислеными -ами ζωγραφίζω με λαδομπογιές.
2. μτφ. εκφραστικά μέσα•описывать, рассказывать изображать мрачными -ами περιγράφω, διηγούμαι, παρασταίνω με μελανά χρώματα.
3. κόκκινο χρώμα•стыда το χρώμα της ντροπής•
от внезапного ужаса краска сошла с его лица από το ξαφνικό φρικιαστικό θέαμα τού φύγε το χρώμα αποτοπρό-σωπο.
краска 2-и θ.βάψιμο•отдать платье в -у δίνω το φόρεμα για βάψιμο.
-
77 окраска
-и -θ.1. βαφή, βάψ ιμο χρωμάτ ισμα, μπογιάτισμα•окраска волос βάψιμο μαλλιών•
птица с пстрой -ой πουλί παρδαλό.
2. μτφ. χρωματισμός, χρώμα, χροιά•придать выступление политическую -у προσδίδω στην ομιλία πολιτική χροιά•
стилистическая окраска слова χρωματισμός του λόγου (ομιλίας).
-
78 подкраска
-и θ.1. βάψιμο• χρωμάτισμα (ελαφρά ή συμπληρωματικά).2. βαφή χρώμα, μπογιά. -
79 пурпур
-а α.1. το πορφυρό χρώμα• πορφυρή βαφή.2. παλ. η πορφύρα (ένδυμα). -
80 фабра
-ы θ. παλ. βαφή μαλλιών.
См. также в других словарях:
βαφή — dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῇ — βάπτω dip aor subj pass 3rd sg βαφῆι , βαφεύς a dyer masc dat sg (epic ionic) βαφή dipping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖς — βαφή dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖσι — βαφή dipping fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφήν — βαφή dipping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῶν — βαφή dipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Baphomet — For other uses, see Baphomet (disambiguation). The 19th century image of a Sabbatic Goat, created by Eliphas Lévi. The arms bear the Latin words SOLVE (dissolve) and COAGULA (congeal). Baphomet (English pronunciation: /ˈbæfɵmɛt/, from … Wikipedia