-
41 прокаливаемость
мет. (глубина закалки) το βάθος της βαφής (του μετάλλου)сквозная - η ολική βαφή (του μετάλλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокаливаемость
-
42 раскраска
(действие) о χρωματισμός, η βαφή, το βάψιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскраска
-
43 самозакалка
η βαφή (του χάλυβα) στον αέραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самозакалка
-
44 хром
I.хим. (Cr) το χρώμιο.II.1.(кожа) το δέρμα κατεργασμένο με χρώμιοτο δέρμα μποξ, το μποξ κάλφ (ξεν.)2. (жёлтая краска) η κίτρινη βαφή, το κίτρινο χρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хром
-
45 краситель
красительм хим. ἡ βαφική ὕλη, ἡ βαφή. -
46 краска
кра́ск||аж1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·4. (румянец):\краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·5. (действие) τό βάψιμο:отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα -
47 окраска
окрас||каж1. (действие) τό χρωμάτισμα, τό βάψιμο, ἡ βαφή·2. (цвет) τό χρῶμα, ὁ χρωματισμός·3. перен ἡ ἀπόχρωση, ὁ χρωματισμός, ἡ χροιά:стилистическая \окраскака слова ὁ χρωματισμός τοῦ λόγου (τοῦ λεκτικοῦ ὑφους). -
48 βαφαίς
-
49 βαφαῖς
-
50 βαφαίσι
-
51 βαφαῖσι
-
52 βαφών
-
53 βαφῶν
-
54 βαφάν
βαφά̱ν, βαφήdipping: fem acc sg (doric aeolic) -
55 βαφάς
βαφά̱ς, βαφήdipping: fem acc pl -
56 βαφέων
βαφεύςa dyer: masc gen plβαφέω̆ν, βαφεύςa dyer: masc gen plβαφήdipping: fem gen pl (epic ionic) -
57 bafa
-
58 fucatio
-
59 dye
1. past tense, past participle - dyed; verb(to give a permanent colour to (clothes, cloth etc): I've just dyed my coat green; I'm sure she dyes her hair.) βάφω2. noun(a powder or liquid for colouring: a bottle of green dye.) βαφή -
60 pigment
['piɡmənt]1) (any substance used for colouring, making paint etc: People used to make paint and dyes from natural pigments.) βαφή2) (a substance in plants or animals that gives colour to the skin, leaves etc: Some people have darker pigment in their skin than others.) χρωστική(ουσία)•
См. также в других словарях:
βαφή — dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῇ — βάπτω dip aor subj pass 3rd sg βαφῆι , βαφεύς a dyer masc dat sg (epic ionic) βαφή dipping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖς — βαφή dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖσι — βαφή dipping fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφήν — βαφή dipping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῶν — βαφή dipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Baphomet — For other uses, see Baphomet (disambiguation). The 19th century image of a Sabbatic Goat, created by Eliphas Lévi. The arms bear the Latin words SOLVE (dissolve) and COAGULA (congeal). Baphomet (English pronunciation: /ˈbæfɵmɛt/, from … Wikipedia