-
1 βωμο-λόχος
βωμο-λόχος, ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαϑήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιϑέμενα ϑύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καϑεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προςαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.
-
2 βωμολόχος
βωμο-λόχος, an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer; Speichellecker; übh. von ränkevollen Menschen -
3 βωμολοχος
ὅ и ἥ1) досл. стоящий у алтаря, перен. попрошайка Luc.2) скоморох, шут, кривляка Arph., Arst.3) галка ( Monedula) Arst.
См. также в других словарях:
νυκτιλόχος — νυκτιλόχος, ον (ΑΜ) αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο λόχος)] … Dictionary of Greek
ορνιθολόχος — ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος / ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμο λόχος)] … Dictionary of Greek
βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek