-
1 βραχίονας
ο1) плечо; рука; 2) предплечье (у животных); 3) ручка; рукоятка; 4) тех плечо (рычага); 5) рукав (ргки);§ βραχίονες της αγκύρας — лапы якоря
-
2 βραχίονας
βραχί̱ονας, βραχίωνarm: masc acc plβραχύςshort: masc /fem acc comp pl (ionic)βραχί̱ονας, βραχύςshort: masc /fem acc comp pl (attic) -
3 βραχίονας
[врахионас] ουσ. а. рука (от плеча до кисти),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βραχίονας
-
4 βραχίονας
[врахионас] ουσ α рука (от плеча до кисти). -
5 βραχίονας
1) branche2) bras -
6 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
-
7 предплечье
1. анат. о βραχίονας, το χέρι από την ωμοπλάτη ως τον καρπό, το μπράτσο 2. (часть передней ноги животного от плеча до колена) о βραχίονας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предплечье
-
8 рукав
рукав м 1) (одежды) το μανίκι 2) (реки) о βραχίονας* * *м1) ( одежды) το μανίκι2) ( реки) ο βραχίονας -
9 плечо
-а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.1. ώμος, πλάτη•взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•
-и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•
на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).
2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.
εκφρ.за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα). -
10 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
11 περι-τέμνω
περι-τέμνω (s. τέμνω), ion. u. ep. περιτάμνω, auch περιτμήγω, 1) umschneiden, rings beschneiden; Hes. O. 572; βραχίονας περιτάμνονται, sie zerschneiden sich rings die Arme, Her. 4, 71; beschneiden, τὰ αἰδοῖα περιτάμνονται, Her. 2, 36. 104; u. so LXX u. N. T.; übertr., πανταχόϑεν περιτέμνεται αὐτοῦ ἡ ἀρχή, Pol. 23, 13, 2. – 2) ringsum abschneiden, einschließen, med., βοῠς περιταμνόμενος, die Rinder für sich abschneidend und einschließend, um sie sich zuzueignen, d. i. sie zusammen- und wegtreibend, Od. 11, 402. 24, 112; so pass., περιταμνόμενοι γῆν πολλήν, Her. 4, 159, = στερισκόμενοι, eines großen Stückes Land beraubt; Xen. Cyr. 5, 4, 8; einzeln bei Sp.
-
12 δια-πόπτω
δια-πόπτω, durchhauen, zerschlagen; μοχλόν Thuc. 2. 4; ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖϑρα Xen. An. 7, 1, 17; ofter Pol., z. B. 7, 18. 2; durchbrechen, τὰς τάξεις Xen. An. 1, 8, 10; wie τοὺς πολεμίους Plut. Pelop. 17; Pol. 3. 74. 4; συμμα χίαν, συνϑήκας, brechen, 4, 36. 2. 18, 25, 3; τὰς διαλύσεις, abbrechen, 1, 69, 5; übh. = verwunden; bes. von tiefen Wunden, Medic.; μηροὺς καὶ βραχίονας διακικομμένος Plut. Eum. 7; – trennen, καὶ διΐστη Plut. Pomp. 19. – Auch intr., durchbrechen, Xen. Hell. 7. 5, 23; sich durchschlagen, διακεκοφότας Cyr. 3, 3, 66; vgl. βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελϑεῖν Luc. Nigr. 37.
-
13 ἐπι-τέμνω
ἐπι-τέμνω (s. τέμνω), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῠ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσϑαι, Ael. N. A. 12, 32.
-
14 ἐξ-ωμίς
ἐξ-ωμίς, ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευϑέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.
-
15 ἐκ-τανύω
ἐκ-τανύω (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσϑη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
-
16 διακοπτω
1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать(μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.)
2) отрубать, отсекать(ξίφει τέν χεῖρα Plut.)
3) наносить раны, ранить4) разрывать, прорывать(τέν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.)
5) прерывать, прекращать(τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τέν κοινολογίαν Plut.)
6) разрывать, расторгать(συνθήκας, τέν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.)
7) разлучать, разделять(τινάς Plut.)
8) обрывать(τέν περίοδον Arst.)
9) пробиваться, прорыватьсяτὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. — стрела, впившаяся глубоко -
17 εκτανυω
1) растягивать(ἱμάντα βοός Hom. - in tmesi; δέρμα Pind.)
2) вытягивать(βραχίονάς τινι Theocr. и τὰς χέρας Anth.; ἐξετανύσθη ἄμπελος ἔνθα καὴ ἔνθα HH.)
3) валить(δένδρον ἐπὴ γαίῃ Hom.)
ὕπτιος ἐξετανύσθη Hom. — он повалился навзничь4) разглаживать(παρειάων ῥυτίδας Anth.)
-
18 περιτεμνω
эп.-ион. περιτάμνω (fut. περιτεμῶ, aor. 2 περιέταμον)1) обстригать, подрезать(οἴνας Hes.)
2) надрезыватьπ. τέν κεφαλέν κύκλῳ Her. — делать на голове круговой надрез;
περιτάμνεσθαι βραχίονας Her. — делать себе на руках надрезы3) культ. обрезать(τὰ αἰδοῖα Her.; τοὺς παῖδας Diod.)
4) отрезать, отрубать, отсекать(τὰ ὦτα καὴ τέν ῥῖνα Her.; τὰ περιττά Luc.)
5) med. захватывать, отнимать(βοῦς Hom.)
περιτάμνεσθαι γῆν πολλήν pass. Her. — лишаться больших участков земли -
19 ветвь
1. (дерева, кустарника) το κλαδίτο κλαρίτο κλωνάρι2. (науки и т.п.) о κλάδος 3. (ответвление от чего-л. главного) η διακλάδωσ/η. спиральная - (галактики) о σπειροειδής βραχίονας του ΓαλαξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветвь
-
20 манипулятор
1. (управляемое устройство) ο βραχίοναςбезрельсовый (мет.-об.) - χωρίς ράγεςдвухреечный (мет.-об.) - μεδύο ράγεςдистанционный (яд.физ.) - μετηλεχειριστήριοкузнечный - σιδηρουργείου/σφυρηλά-τησηςрельсовый (мет.-об.) - σε ράγες2. (тлг.) τοχειριστήριο, το κλειδίтелеграфный - τηλεγραφικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манипулятор
См. также в других словарях:
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
βραχίονας — ο 1. το μπράτσο και έπειτα όλο το χέρι: Στο δυστύχημα έχασε το δεξιό του βραχίονα. 2. ό,τι μοιάζει με βραχίονα: Το πλοίο άραξε στο βραχίονα του λιμανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχίονας — βραχί̱ονας , βραχίων arm masc acc pl βραχύς short masc/fem acc comp pl (ionic) βραχί̱ονας , βραχύς short masc/fem acc comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek