-
1 βραχίονας
βραχί̱ονας, βραχίωνarm: masc acc plβραχύςshort: masc /fem acc comp pl (ionic)βραχί̱ονας, βραχύςshort: masc /fem acc comp pl (attic) -
2 ἐρείδω
+ V 1-0-0-10-0=11 Gn 49,6; Jb 17,10; Prv 3,26; 4,4; 5,5A: to fix firmly, to plant [τι] Prv 3,26; to support, to uphold [τινα] Prv 29,23; to become fixed in [εἴς τι] Prv 4,4M: to prop oneself with [τινι] Prv 11,16; to stay upon [ἐπί τινι] Prv 9,12aἤρεισεν τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον she strengthens her arms for work Prv 31,17; τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον she applies her hands to the spindle Prv 31,19*Gn 49,6 (μὴ) ἐρείσαι do (not) support for MT תחד (אל) יחד do (not) be joined or corr.? (μὴ) ἐρίσαι do (not) contend -תחר (אל) חרה.Cf. BARR 1974a, 198-215(Gn 49,6); SOISALON-SOININEN 1975, 367-369; WEVERS 1993, 822-823(→ἀντἐρείδω, ἀπ-, ἐναπ-, ἐπἐρείδω, ὑπἐρείδω,,) -
3 αἱμάσσω
αἱμάσσω, [dialect] Att. [suff] αἱμάλ-ττω, D.H.2.74: [tense] fut. - άξω (v. infr.): [tense] aor. ᾕμαξα (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.A , (lyr.), part. A.Pers. 595: [tense] pf. ([place name] Lebena):—make bloody, stain with blood,πεδίον Pi.I.8(7).50
, cf. A.Ag. 1589;ἑστίας θεῶν Id.Th. 275
;βωμόν Theoc.Ep.1
, cf. Philostr.VA1.1;λίθους D.H.
l.c.;κρᾶτ' ἐμὸν τόδ' αὐτίκα πέτρᾳ.. αἱμάξω πεσών S.Ph. 1002
; πότερος ἄρα πότερον αἱμάξει; shall bring to a bloody end, E.Ph. 1289; πέσεα δάϊα.. αἱμάξετον ib. 1299; : abs., τοῖς μὲν οὐχ ᾕμασσεν βέλος drew no blood, Id.Ba. 761;οἰκέτῃ πλευράν LXX Si.42.5
:—[voice] Med.,ᾑμάξαντο βραχίονας AP7.10
:—[voice] Pass., become bloody, Hp.Mul.1.91;ᾑμαγμέναι σάρκες SIG1171
:— to be slain,αὐτόχειρ αἱμάσσεται S.Ant. 1175
.2 Medic., draw blood, as by cupping, Aret.CA1.4.II intr., to be bloody, blood-red, Nic.Al. 480, Opp.H.2.618.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμάσσω
-
4 περιτέμνω
A cut or clip round about, οἴνας περιταμνέμεν prune them, Hes.Op. 570; [τὴν κεφαλὴν] π. κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα Hdt.4.64
; of a goldsmith, CPR22.6 (ii A. D.) :—[voice] Med., βραχίονας περιτάμνονται make incisions all over their arms, Hdt.4.71 :—[voice] Pass., to be cut up, of fish, Arist.Mir. 835a19.2 of circumcision, , cf. D.C.79.11; π. τοὺςπαῖδας D.S.1.28
, cf. LXX Jo.5.2, al., PCair.Zen.76.13 (iii B. C.), etc.:— [voice] Med.,περιτάμνονται τὰ αἰδοῖα Hdt.2.36
, 104, cf. D.S.3.32 ;περιετέμοντο τὴν σάρκα LXX Ge.34.24
: abs., practise circumcision, Hdt.2.104 :—[voice] Pass., LXX Ge.17.10,al.3 cut off the extremities,τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα Hdt.2.162
;τοὺς μαστούς D.C.62.7
;τὰ περιττά Luc. Anach.20
:—[voice] Pass., περιτάμνεσθαι γῆν to be curtailed of certain land, Hdt.4.159;πᾶσαν.. περιτεμνόμενον σοφίαν E.Fr. 473
(anap.).II cut off and hem in all round:—[voice] Med., βοῦς περιταμνόμενον cutting off cattle for oneself, 'lifling' cattle, Od.11.402,24.112 :—[voice] Pass., to be cut off,ἅρματα π. ὑπὸ τῶν ἱππέων X.Cyr.5.4.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτέμνω
-
5 περιτίθημι
A place or put round, put on,περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Od. 18.308
; δέραισι περθέτω ([dialect] Aeol.)..ὐποθύμιδας Alc.36
;π. κυνέην τινί Hdt.2.162
;στεφάνους τινί Id.6.69
;πιλίδια περὶ τὴν κεφαλήν Pl.R. 406d
; χρυσόν ib. 420e ; φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις π. γράμματα attach letters to.., Id.Cra. 393e, cf. 414c ;π. σφαῖραν Arist.Cael. 285b3
; ;δέρματα ἐπὶ τοὺς βραχίονας LXX Ge.27.16
;περίβολον τῷ τεμένει IG12(9).906.7
(Chalcis, iii A. D.):—[voice] Med., put round oneself, put on,περὶ δὲ τρυφάλειαν.. κρατὶ θέτο Il.19.381
;περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ Od.2.3
,4.308; περθέμενον χλάμυν ([dialect] Aeol. for περι-) prob. in Sapph.64 ;π. στέφανον E.Med. 984
(lyr.), cf. Ar.Th. 380, al.;στρεπτόν X.Cyr.2.4.6
; ; ; (Rosetta, ii B.C.);διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο App.Mith.67
.II metaph., bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληΐην, κράτος, ἐλευθερίην, Hdt.1.129, 3.81, 142, Simon.100; πόλει τὸ κάλλιστον ὄνομα, τινὶ δόξαν, Th.4.87, Isoc.5.149, etc.; π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, put reproach, dishonour upon him, Antipho 5.18, Th.6.89 ;πίστιν τισί Aeschin.2.103
; ; Μηδικὴν ἀχὴν τοῖς Ἕλλησι put the Median yoke round their necks, Th.8.43 ; ὁ πυκτικὸς.. οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π. does not prescribe.., Arist.EN 1180b11 ; τῇ Ἀθηνᾷ τὴν τέχνην ascribe, Id.Pol. 1341b8 ; [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος Id.Rh. 1368a29
:— [voice] Med., assume,ἰσχὺν ἑαυτῷ Democr.252
;σχῆμα ἀλλότριον Arr.Epict. 2.19.28
.2 reversely, π. τινὰ ὕβρει envelop him with.., D.L.6.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτίθημι
-
6 συστέλλω
A draw together: shorten sail, (lyr.): Com. metaph.,συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq. 432
; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19;σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA 660a23
; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— [voice] Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA 701b15, Pr. 949a17, Sor. 1.7;τὸν ἀέρα.. τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50
;συνέσταλται.. τὸ θερμόν Id.Ign.13
;σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14
;εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3
; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16;ἐς βραχύ Luc.Icar.12
;τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20
; βραχίονας καὶ καρποὺς.. ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; - όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.2 contract, reduce, ; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα ς. D.18.246;σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al. 1423b24
;τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2
;τὴν ῥύσιν Sor.2.41
;τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2
:—[voice] Pass., draw cowering together,συσταλέντες.. σιγῇ καθήμεθ' E.IT 295
; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4;ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11
, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).b deprive of all food and drink,συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15
, cf. 86.3 humble, abase, τάτοι μέγιστα πολλάκις θεὸς.. συνέστειλεν E.Fr. 716
; ταπεινοῦντα καὶ ς. Pl.Ly. 210e;αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85
; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9
, 10:— [voice] Pass., to be lowered or cast down,συνέσταλμαι κακοῖς E.HF 1417
, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont.
ap. Ath.12.512b.4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 ([voice] Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.5 [ ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.II wrap closely up, shroud, , cf. Luc.Im.7:—[voice] Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib. 486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V. 424 (troch.), cf. Lys. 1042 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστέλλω
-
7 ἐκτανύω
ἐκτᾰνύω,=Aἐκτείνω, βραχίονας Theoc.25.270
:—Hom. has this form only, in the sense to stretch out (on the ground), lay low,ἐξετάνυσσ' ἐπὶ γαίῃ Il.17.58
:—[voice] Pass., lie outstretched,ὁ δ' ὕπτιος ἐξετανύσθη 7.271
; ἐξετανύσθη ἄμπελος it spread out all ways, h.Bacch.38.3 extend,ἐξετάνυσσας ὁδόν Epigr.Gr.1078.4
([place name] Cilicia).— For S.OC 1562, v. ἐξανύω.—Poet. word, used by Hp.Fract.43. [ῠ usu., but [pron. full] ῡ Anacreont.35.5 (s.v.l.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτανύω
-
8 ἐπιτέμνω
A- τεμῶ Antyll.
(v. infr.): [tense] aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash,τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8
, cf. 4.70 ;κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75
;φλέβα Hp.
Aër. 22 ;ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93
:—[voice] Med., ; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.II cut short,τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE 174b29
;λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3
;τὰς προφάσεις Id.35.4.6
, cf. 5.58.3 ; prune, Thphr.HP6.6.6.2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—[voice] Med., Luc.Pr.Im.16:—[voice] Pass.,κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U.
, cf. Phld.D. 3.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέμνω
См. также в других словарях:
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
βραχίονας — ο 1. το μπράτσο και έπειτα όλο το χέρι: Στο δυστύχημα έχασε το δεξιό του βραχίονα. 2. ό,τι μοιάζει με βραχίονα: Το πλοίο άραξε στο βραχίονα του λιμανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχίονας — βραχί̱ονας , βραχίων arm masc acc pl βραχύς short masc/fem acc comp pl (ionic) βραχί̱ονας , βραχύς short masc/fem acc comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek