Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βρασμένο

  • 1 вода

    вода ж 1) το νερό горячая (холодная) \вода το ζεστό (κρύο) νερό кипячёная \вода το βρασμένο νερό минеральная – το μεταλλικό νερό питьевая \вода το πόσιμο (или γλυκό) νερό газированная \вода η γκαζόζα 2) мн. (лечебные) воды τα ιαματικά νερά
    * * *
    ж
    1) το νερό

    горя́чая (холо́дная) вода́ — το ζεστό (κρύο) νερό

    кипячёная вода́ — το βρασμένο νερό

    минера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό

    питьева́я вода́ — το πόσιμο ( или γλυκό) νερό

    газиро́ванная вода́ — η γκαζόζα

    2) мн.

    (лече́бные) во́ды — τα ιαματικά νερά

    Русско-греческий словарь > вода

  • 2 молоко

    молоко с το γάλα· сырое (кипячёное) \молоко το άβραστο ( βρασμένο) γάλα' сгущённое \молоко το συμπυκνωμένο γάλα
    * * *
    с
    το γάλα

    сыро́е (кипячёное) молоко́ — το άβραστο (βρασμένο) γάλα

    сгущённое молоко́ — το συμπυκνωμένο γάλα

    Русско-греческий словарь > молоко

  • 3 отварной

    επ.
    βρασμένος• βραστός•

    -ое мисо βρασμένο κρέας•

    -ая водэ. βρασμένο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > отварной

  • 4 кипяченый

    кипяч||еный
    прил βραστός:
    \кипяченыйе-ная вода τό βρασμένο (или βραστό) νερό.

    Русско-новогреческий словарь > кипяченый

  • 5 молоко

    молок||о
    е τό γάλα:
    цельное \молоко τό ἀγνό γάλα· кислое \молоко τόξυνόγαλα, τό γιαούρτι· парное \молоко τό ἄβραστο γάλα· топленое \молоко τό βρασμένο γάλα· снятое \молоко τό ἀποβου-τορωμένο γάλα· рисовая каша на \молокое τό ριζόγαλο· \молоко свернулось τό γάλα ἔκοψε· ◊ кровь с \молокоом ροδοκόκκινος· у него \молоко на губах не обсохло τό στόμα του ἀκό-μα μυρίζει γάλα· обжегшись на \молокоέ, будешь дуть и на воду посл. е-, ὀποιος καεί στό χυλό φυσάει καί τό γιαοῦρτι.

    Русско-новогреческий словарь > молоко

  • 6 кипячёный

    επ.
    βρασμένος•

    -ое молоко βρασμένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > кипячёный

  • 7 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

  • 8 молоко

    ουδ.
    1. γάλα•

    грудное молоко το γάλα στήθους•

    козье молоко γίδινο γάλα•

    овечье молоко πρόβειο γάλα•

    коровье молоко γελαδινό γάλα•

    топлённое молоко βρασμένο γάλα•

    парное молоко άβραστο γάλα (φρέσκο)1 сгущнное молоко συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα του κουτιού•

    кислое молоко το γιαούρτι•

    сухое молоко η γαλατόσκονη•

    снятое молоко αποβουτυρωμένο γάλα•

    кофе с -ом γάλα με καφέ.

    2. γαλατόχορτο, γαλατσόχορτο, γαλατσίδα.
    3. διάλυμα γαλακτώδες•

    известковое молоко το γάλα ασβέστης.

    εκφρ.
    обжёгшись на молоко, будешь дуть и на водуπαρμ. • κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.

    Большой русско-греческий словарь > молоко

  • 9 мясо

    ουδ.
    1. κρέας•

    варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•

    жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•

    купить -а αγοράζω κρέας•

    пирог с -ом κρεατόπιτα•

    куриное мясо κοτίσιο κρέας.

    || βοδινό κρέας•

    купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.

    2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.
    εκφρ.
    пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•
    с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί.

    Большой русско-греческий словарь > мясо

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα …   Dictionary of Greek

  • έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόβραστον — ἀκρόβραστον, το (Μ) φαγητό λίγο βρασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βραστός] …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • ασουρές — ο είδος τουρκικού φαγητού, που φτιάχνεται από βρασμένο σιτάρι, ζάχαρη, σταφίδες και άλλους ξηρούς καρπούς (όπως καρύδια κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aşure] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»