Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βρασμένο

  • 1 αυγό

    τό
    1) яйцо;

    αυγό βραστό ( — или βρασμένο) — варёное яйцо;

    αυγ σφιχτό — крутое яйцо;

    αυγό μελάτο — яйцо всмятку;

    αυγ κλούβιο — тухлое яйцо;

    αυγα τηγανητά — яичница;

    αυγά χτυπητά — яичница-болтунья;

    αυγά μάτια — яичница-глазунья;

    αυγά ομελέτα — омлет;

    γεννώ αυγά — нестись, класть яйца;

    ξεπουλιάζω ( — или κλωσσώ) αυγά — высиживать ййца;

    2) πλ. икра (рыбья);

    § αυγ κι' αυγό — совершенно одинаковый, похожий как две капли воды;

    καθίζω στ' αυγά μου — сидеть спокойно, заниматься своим делом, не вмешиваться ни в какие дела;

    χάνω τ' αυγά και τα καλάθια — а) понести большой ущерб; — разориться; — б) приходить в изумление, поражаться, изумляться; — быть в растерянности;

    ακόμα δεν βγήκε απ' τ' αυγό του ( — он) молод ещё, у него ещё молоко на губах не обсохло;

    αυγό τού καθαρίζουν — ему смешинка в рот попала;

    είτε η πέτρα κυλήσειст' αυγό είτε τ' αυγό κυλήσει στην πέτρα τ' αυγό θα σπάσει — посл. ≈ — у сильного всегда бессильный виноват; — на бедного Макара все шишки валятся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυγό

  • 2 γάλα

    τό
    1) молоко;

    γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;

    γάλα ξινισμένο — прокисшее молоко;

    αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;

    βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;

    συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;

    νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;

    γάλα σκόνη — сухое молоко;

    αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;

    τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;

    2) молоко, млечный сок (растений);
    3:

    γάλα ιχθύων — молока;

    § καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;

    τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;

    έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;

    κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γάλα

  • 3 νερό

    τό
    1) вода;

    νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;

    πόσιμο νερό — питьевая вода;

    γλυκό νερό — пресная вода;

    βρασμένο νερό — кипячёная вода;

    μεταλλικό νερό — минеральная вода;

    νερό τρεχούμενο — проточная вода;

    η στάθμη τού νερού — уровень воды;

    πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;
    2) дождь;

    αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;

    3) моча;
    4) мочеиспускание;

    κάνω το νερό μου — мочиться;

    πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;

    5) πλ. отлив, перелив;

    ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;

    τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;

    6) πλ. мор. ватерлиния;
    7) πλ. мор. кильватер;

    § ιαματικά νερά — воды (курорт);

    ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);

    μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;

    κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;

    η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;

    αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;

    βάζω 'со νερό στ' αυλάκι — налаживать дело;

    βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;

    έκανέ νερά — он спасовал;

    έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;

    τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;

    δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;

    ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;

    αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;

    κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νερό

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα …   Dictionary of Greek

  • έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόβραστον — ἀκρόβραστον, το (Μ) φαγητό λίγο βρασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βραστός] …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • ασουρές — ο είδος τουρκικού φαγητού, που φτιάχνεται από βρασμένο σιτάρι, ζάχαρη, σταφίδες και άλλους ξηρούς καρπούς (όπως καρύδια κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aşure] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»